H Aπιδιά είναι ένα από τα λιγοστά εντελώς επίπεδα αγροκτήματα του χωριού που έχουν έκταση τουλάχιστον 5 στρέμματα. Βρίσκεται στην ευρύτερη τοποθεσία ’Γουμενοστάλος και σε υψόμετρο 350 περίπου μέτρα. Στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν ιδιοκτησία του παπα-Δημήτρη Διώχνου , αλλά κατά το 1920 περιήλθε στον παππού μου τον Γρηγόρη Μαρτίνη , μετά από ανταλλαγή που έγινε μεταξύ αυτού και του Χρήστου Παπαδημητρίου που ήταν σύζυγος της από πρώτο εξάδελφο ανεψιάς του Αγαθής. Ο Γρηγόρης πήρε την Απιδιά και ο Χρήστος τη Γούργαρη, εκεί που σήμερα βρίσκεται πλέον το σπίτι της κόρης του Αγγελικής Κων. Σταμάτη. Η Απιδιά μοιράστηκε στα τρία από τα παιδιά του Γρηγόρη , το Νότιο τμήμα πήρε ο Βαγγέλης το Βόρειο ο Νικόλας και το μεσαίο κομμάτι ο Χρήστος και από αυτόν πέρασε στον αδερφό μου Γρηγόρη που ζει μόνιμα στη Δράμα.
Δύσκολα να το επισκεφθεί κανείς από τόσο μακριά , πόσο μάλλον να το περιποιηθεί ή να το καλλιεργήσει. Εμένα όμως μου αρέσει πολύ σαν τοποθεσία και σαν αγρόκτημα , είναι βέβαια και οι παιδικές αναμνήσεις και συχνά το επισκέπτομαι. Έχω την αίσθηση πως ακόμη διατηρείται στη μνήμη μου η πιο πρώιμη εικόνα της ζωής μου, να είμαι μέσα στη σαρμανίτσα , βρέφος ακόμη και παραδίπλα οι γονείς μου να «στουμπάνε» την βρίζα ( σίκαλη) , που μόνο αυτή ευδοκιμούσε εκεί σε αυτά τα κοκκινο-στερναροχώματα. Δέσμιος αυτής της μνήμης θαρρώ , έλκομαι προς αυτό τον τόπο, ιδανικό μέρος , περιτριγυρισμένο από δάσος γηγενών ποικιλιών δρυός, με θέα από το δυτικό του άκρο προς το ποτάμι , και μάλιστα με εξαιρετικό αγνάντιο προς τα Στενά Καλαμά , το Φραγκοπήδημα. Πέρασε πάνω από μια δεκαετία που και ο τελευταίος από τα τρία αδέρφια εγκατέλειψε την περιοχή και την ενασχόληση με την πατροπαράδοτη κτηνοτροφία , μοιραία λοιπόν και αυτός ο αγρός άρχισε να κατακλύζεται από τα βάτα , θάμνους και ένα σωρό άλλα άγρια κλαριά που άρχισαν να φύονται και να μεγαλώνουν σιγά – σιγά, σπαρμένα από τα πουλιά , τους άμισθους σπορείς της φύσης, ποτισμένα από τις βροχές του ουρανού και σκαλισμένα από τα αγριογούρουνα του λόγγου. Αυτό συμβαίνει όχι μόνο στο χωριό μας , αλλά και στην ευρύτερη περιοχή , το δάσος τείνει να καταπιεί τα πάντα , πράγμα που μπορεί να διαπιστώσει κανείς βλέποντας τους πρόσφατα αναρτηθέντες Δασικούς χάρτης του Νομού Ιωαννίνων , όπου περιλαμβάνονται και τα χωράφια των χωριανών στον Φειντερίκο. Όλα πλέον έχουν χαρακτηρισθεί Δάσος και οι ιδιοκτησίες περιέρχονται αυτόματα στο Δημόσιο. Μη θέλοντας λοιπόν να συμβεί το ίδιο και στην Απιδιά, φέτος το Γενάρη με τα ξεροβόρια και τις παγωνιές αποφάσισα να καθαρίσω αυτό το χωράφι από όλη αυτήν την άγρια βλάστηση που σταματημό δεν έχει. Πιθανό να φυτέψω 5-6 καρποφόρα δέντρα για να έχω και ένα επί πλέον κίνητρο να έρχομαι πιο συχνά, περιφραγμένα ένα-ένα ώστε να βοσκιέται ο αγρός από τα λιγοστά κοπάδια και να μη γίνει γρήγορα ρουμάνι.
Μετά από μερικές μέρες δουλειάς τα κατάφερα και σήμερα Καθαρο-Δευτέρα ήρθα ξανά να απολαύσω τον κόπο μου και να πάρω μια ανάσα αναζωογόνησης. Μου είχε χαλάσει τη διάθεση η πρόσφατη ειδησεογραφία , αυτό το περιστατικό όπου ένα αυτοκίνητο κινούμενο με υπερβολική ταχύτητα, ανεξέλεγκτο κατέπεσε πάνω σε ένα άλλο σταθμευμένο , πήραν τα δυο φωτιά και ακαριαία πέθαναν οι δύο νεαροί που επέβαιναν σε αυτό και η μητέρα με τον τρίχρονο γιο της που ήσαν μέσα στο σταθμευμένο. Όλο το σκηνικό δημοσιεύτηκε και μάλιστα είδαμε τον τραγικό πατέρα να γίνεται μάρτυρας του απίστευτου αυτού σκηνικού. Εκεί λοιπόν στην Απιδιά που βάδιζα σκεπτικός και βαρύθυμος ήρθε στο νου μου ένα άλλο φοβερό περιστατικό , με κόστος δυο , μάλλον τρεις θα έλεγα ,ανθρώπινες ζωές που συνέβη εδώ, πριν ακριβώς έναν αιώνα και ήταν η αιτία για να γίνει η ανταλλαγή των αγροκτημάτων που πιο πάνω περιέγραψα. Ήταν το 1917 ή ένα χρόνο αργότερα , μήνας Θερτής και όλο το Βλαχώρι θέριζε τα ώριμα σπαρτά , σιτάρι, βρίζα , κριθάρι , ότι σπαρτό είχε η κάθε φαμίλια. Έτσι και οι Παπαδημητραίοι θερίζανε στην Απιδιά τη βρίζα, όχι μόνο για το ψωμί το βρίζινο που ήταν μαύρο και πιο σκληρό από το σταρένιο, αλλά κυρίως και για το καλάμι της που ήταν χρήσιμο στο σκέπασμα των λογής-λογής καλυβιών που είχε το κάθε αγροτικό νοικοκυριό της εποχής. Εκεί στην άκρη , κάτω από τον ίσκιο του δέντρου είχε απιθώσει η Λίγενα , η γυναίκα του Ηλία Παπαδημητρίου την σαρμανίτσα με τον μικρό της γιο και δίπλα παίζανε άλλα δυο νήπια , το ένα δικό της , το άλλο ήταν ο Θωμάς του κουνιάδου της του Χρήστου ο γιος, αυτός που και εμείς γνωρίσαμε, ο μετέπειτα Δάσκαλος. Θέρος ήταν , μέρα καλή , ουρανός καθαρός, κάποια στιγμή βγήκε ένα συννεφάκι από το Μαλούνι, πού; από το πουθενά . Κάτι έσκουξε το βρέφος , πετάχτηκε η μάννα να το δει , να το βυζάξει. Έφερε ο αγέρας δυο στάλες , σαν να έκανε πως θα βρέξει και τότε έγινε το αναπάντεχο. Μια λάμψη , μια τρομερή αστραπή και ταυτόχρονα βρόντηξε ο τόπος, ένας φοβερός κεραυνός έπεσε εκεί ακριβώς που ήτανε μάννα και παιδιά. Η γυναίκα έμεινε ξερή στον τόπο, πεθαμένη, το ίδιο και το παιδί της που πάταγε τη γης, τον μικρό Θωμά τον πέταξε πέρα βρονταλιασμένο, χτυπημένο μεν , αλλά ζωντανό και το μικρό στη σαρμανίτσα δεν έπαθε τίποτα. Έτρεξαν όλοι εκεί είδαν με τα μάτια τους το φοβερό γεγονός και ο δύστυχος ο πατέρας, ο Λία-Παππάς είδε την μισή του οικογένεια να χάνεται στο κλάσμα του δευτερολέπτου. Δεν άντεξε έσπασε , κλονίστηκε , έχασε τα λογικά του , εντελώς αντίθετα από τον πατέρα του χτεσινού περιστατικού, αυτόν τον αξιοθαύμαστο Υπάτιο που οπωσδήποτε συγκλονισμένος και φοβερά ταραγμένος εμφανίστηκε όμως να ομιλεί σώφρων και λογικότατος. Δεν έχουν όμως όλοι οι άνθρωποι την ίδια ψυχοσύνθεση και αντοχή, ο Ηλίας σχεδόν παραφρόνησε από το κακό που τον βρήκε, λένε πως έπεφτε κατά γης ανάσκελα και μούντζωνε προς τον ουρανό με χέρια και με πόδια, βλαστήμαγε κάθε ώρα και στιγμή, ούτε που λογάριασε τίνος παιδί ήταν, σε λίγο καιρό πάει κι αυτός χάθ’κε…. Ο Θωμάς συνήλθε , έγινε καλά και τον μικρό Βαγγέλη τον μεγάλωσε η θεία του η Αγαθή , έφυγε μετά κι έζησε στον Πειραιά . Στην Απιδιά όμως δεν ήθελαν να ζυγώσουν πια κι έτσι πήρε την απόφαση ο Χρήστος και την άλλαξε με τον μπάτση-Γληγόρη…..