Πέρασε ένας χρόνος και η Τατιάνα πέρισυ σαν σήμερα ακριβώς έγραφε:
<< Στις 3 Οκτώβρη έφυγε ο παππούς μου από κοντά μας , για το αιώνιο ταξίδι. Μια σύντομη , σοβαρή ασθένεια που κατέληξε σε διπλή εγχείρηση μέσα σε 4 μέρες εξασθένησε τόσο πολύ την αδύναμη καρδιά του και δεν κατάφερε να αντέξει.
Μπήκε στο Νοσοκομείο τα ξημερώματα της Παρασκευής 18 Σεπτέμβρη και άφησε την τελευταία του πνοή το Σάββατο βράδυ 3 Οκτώβρη .
Ο παπούς - Χρήστος γεννήθηκε το 1924 στο Βλαχώρι . Η οικογένεια του είχε το παρατσούκλι «Τσερβάρης », γιατί ο προπάππος είχε γεννηθεί στο χωριό Τσερβάρι, τον σημερινό Ελαφότοπο Ζαγωρίου όπου ο γενάρχης Μητση – Χήτος εργάζονταν σαν βοσκός. Ο Γρηγόρης Μαρτίνης μετά από ένα εννιάχρονο ταξίδι στην Πόλη, επέστρεψε στο χωριό, έχτισε το πατρικό σπίτι το 1912 που ακόμα υπάρχει και παντρεύτηκε την Πανάγιω Αναστασίου Τσοδούλου. Ο Χρήστος ήταν ο δεύτερος γυιός τους . Πρώτος είναι ο Νικόλας και τρίτος ο Βαγγέλης. Τα άλλα δυο παιδιά , ο Βάιος και ο Βασίλης ήταν θύματα του εμφύλιου σπαραγμού το 1948, το ίδιο και ο πατέρας τους που σκοτώθηκε στην ακροποταμιά της Ντράζανης το 1944 από πυροβολισμούς κάποιου αντάρτη από τη μεριά της Λεπτοκαριάς. Η μοναδική κόρη της οικογένειας πέθανε πολύ μικρή.
Ο Χρήστος μόλις τελείωσε το Δημοτικό , πήγε στο χωριό Μαλούνι για τρία χρόνια όπου έμαθε την τέχνη του ράφτη . Υπηρέτησε στο στρατό από το 1946 ως το 1949 και πήρε μέρος με το τάγμα του σε όλες τις μάχες για την «εκκαθάριση» της Μουργκάνας στη διάρκεια του εμφύλιου. Ήταν ολμιστής και έλεγε πως ως εκ θαύματος σώθηκε όταν ένα βλήμα που έπεσε δίπλα του δεν εξερράγη.
Το 1951 παντρεύτηκε την Βασιλική Χρήστου Μάκου και απέκτησε δυο γιούς . Τον Γρηγόρη που είναι φιλόλογος καθηγητής στη Δράμα και τον πατέρα μου Δημήτριο που είναι ο ιερέας του χωριού μας. Οι νύφες είναι η Τασούλα από τη Δράμα και η Μαργαρίτα από το Σούλι. Τα εγγόνια του πέντε , ο Χρήστος και η Μαριλένα στη Δράμα, η Βάσω , η Τατιάνα και ο Χρήστος εδώ. Για λίγα χρόνια ο παππούς έκανε τον ράφτη της παλιάς εποχής , υπάρχει ακόμα η ραπτομηχανή του που την αγόρασε στην κατοχή αντί κάποιων οκάδων καλαμποκιού. Γρήγορα όμως οι παλιοί ραφτάδες έμειναν χωρίς δουλειά καθώς άρχισαν τα έτοιμα ενδύματα στην αγορά. Έτσι και ο παππούς άφησε τη ραφτική και ασχολήθηκε με τα πρόβατα και τα χωράφια .
Όργωνε, έσπερνε, θέριζε , έκοβε σανό, έφτιαχνε καλύβες και μάντρες, λούτσες, φύτευε δένδρα, μπόλιαζε, καλλιεργούσε το αμπέλι. Δούλευε το ξύλο και έφτιαχνε , αρκετά εργαλεία της καθημερινής χρήσης του χωριού. Ακόμα σώζονται τα μαντριά του στην Απιδιά, η καλύβα και το Αλώνι στο Στερνάρι , η καλύβα στο Νεράκι. Εγκατέλειψε τη δράση του το 1999 μετά από μια πολύ σοβαρή πνευμονία , που κλόνισε την υγεία του . Τα επόμενα δέκα χρόνια της ζωής τα πέρασε στο σπίτι διαβάζοντας ότι έβρισκε μπροστά του, εφημερίδες, βιβλία, περιοδικά. Μέχρι το τέλος κάθε Κυριακή πήγαινε στην εκκλησία και τακτικά τα πρωινά στο καφενείο. Ήταν ιδιαίτερα ήσυχος , ήρεμος , λιγομίλητος και υπομονετικός. Δεν έλεγε εύκολα τα προβλήματα υγείας που είχε , ποτέ δεν ακούστηκε ούτε ένα « ώχ! » αν και πονούσε και μέχρι τις τελευταίες ώρες ήταν στα λογικά του. Εμεινα και εγώ μαζί του στο νοσοκομείο, μου είχε μεγάλη αδυναμία, μάλιστα εγώ τελευταία τον αποχαιρέτησα στην Εντατική και μετά έφυγε.
Παππού σε αγαπώ πολύ!!! Καλό σου Ταξίδι!!! >>
Από τότε μέχρι σήμερα συνέβησαν και άλλα πολλά γεγονότα που μας στέρησαν τη διάθεση και μας επέβαλλαν μακρόχρονη διαδικτυακή σιωπή. Χτές είχαμε το ετήσιο μνημόσυνο στο χωριό με πολύ κόσμο. Ευχαριστούμε όσους παραβρέθηκαν ή τηλεφώνησαν. Ελπίζω σιγά - σιγά να επανέλθει η διάθεση και να επικοινωνούμε όπως και πριν.