Σαν έλιωσε το πρώτο χιόνι του φετινού χειμώνα ήταν κοντά Χριστούγεννα , δοκίμασε κάνα – δυο φορές ο ο παπου- Θύμιος να βγάλει το κοπάδι στο βουνό, μα ένοιωσε τα πόδια του βαριά, δύσκολο νάκανε το γύρισμα του Φειντερίκου, ή να ρίχνονταν απόπερα στη Βλάχα και ακόμα πιο ψηλά για τη Μιλιορράχη. Έπιασε κι αυτός παραστιά την αγκωνή, παρέα με τη γριά του τη γιαγιά Κατερίνα, αναπολώντας τα παλιά . Συνομήλικοι και οι δυό, από τους λίγους χωριανούς της δεκαετίας του 1920 που βρίσκονται εν ζωή. Βαριά τα πόδια , μα η ψυχή ανάλαφρη . Ακούνε τα κουδούνια από τα γιδοπρόβατα σαν τα ξεμπροστιάζουν τα παιδιά και συνοδεύουν νοερά τη πορεία τους στα απότομα πλάγια . Πόσο ευχαριστιούνται που το βιο τους είναι ακόμα ζωντανό! Και σαν γέρνει ο ήλιος κατά τη Μίχλα το απόγευμα βγαίνουν και αυτοί και τα χαίρονται στο γύρισμα για το μαντρί. Αγάλι- αγάλι φτάνουν ως τη Γούργαρη, ανάβουν τα εικονίσματα του δρόμου και σταυροκοπιούνται δοξάζοντας το Θεό, δύσκολη ζωή έζησαν , φτωχική, αγώνας σκληρός για την επιβίωση μα να αφήνουν πίσω τους ένα πλήθος παιδιά , εγγόνια και δισέγγονα ακόμα. Τι ήταν εδώ , όταν αφήκανε το πατρικό, και στήσανε το σπιτικό τους, ένας έρμος ξερός βράχος , πάνε σχεδόν 70 χρόνια τώρα, και του ’δωσαν ζωή με τον αγώνα τους , « Στου Θύμιου » λέμε , δώσανε το όνομα στον τόπο. Κανόνας τους απαράβατος και ιερός ότι παράλαβαν από τους γονιούς. Τρόπος ζωής και τρόπος σκέψης. Καμιά αλλαγή δεν γίνεται αποδεκτή έτσι απλά και εύκολα. Βλέπεις η παράδοση δεν διασώζεται αλώβητη αν δεν είναι αυστηρή, συντηρητική θα έλεγε κανείς. Προσήλωση και δέος στις ιερές παρακαταθήκες τα παρατηρούσες σε όλο το φάσμα της ζωής τους. Από τα νιάτα τους οριοθετούσαν με εικονοστάσια Αγίων το ζωτικό τους χώρο, από την Κούρσα ως το Παλιομονάστηρο. Και στην Κυριακάτικη Λειτουργία δεν κρατιόταν ο γέρο- Θύμιος , όσο και αν προσπαθούσαν να τον εμποδίσουν , με το που άκουγε το πρόσταγμα του παππά « Τας θύρας , τας θύρας εν σοφία πρόσχωμεν » , αυτομάτως κατέβαινε από το στασίδι: « Πιστεύω εις ένα Θεόν….» . « Του φαίνεται σάμα νάειναι στο σκολειό ακόμα….και είναι η σειρά του να το πει , όπως τότε με το Μπίτσα….» τον δικαιολογεί και τον μαλώνει καμιά φορά κιόλας η γιαγιά, μα κάτα βάθος χαίρεται γι αυτό . Το ίδιο όταν της διαβάζει τις φυλλάδες με τους βίους των Αγίων. « Μου τάειπες μωρέ γέρο πολλές βολές….». Αλλά ο παπου- Θύμιος δε σταμάταγε με τίποτα να διαβάζει. Όχι μόνο να διαβάζει , μα και να τα πιστεύει όλα αυτά τα Άγια γράμματα, πίστη και εμπιστοσύνη βαθειά . Και πώς να του κλονίσουν την πατροπαράδοτη πίστη αυτού του ανθρώπου άλλοι περιπλανώμενοι κήρυκες , αφού του παρουσιάζονταν οι ίδιοι Άγιοι από τις Φυλλάδες στη ζωή του ολοζώντανοι! Όπως τότε στο Πετράλωνο, που τον πήρε ο ύπνος και έγειρε σε μια τούφα με τη φυλλάδα του Αϊ-Θανάση στα χέρια. – « Σήκω Θύμιο » τον σκούντηξε ο Άγιος, και γλίτωσε το κοπάδι από το φοβερά δόντια του λύκου που ορμούσε, όπως τότε παλιά στη Α΄Οικουμενική Σύνοδο που σκόρπισε τους λύκους της Αίρεσης από το Ποίμνιο των πιστών!
Στο μυαλό του γέρο Θύμιου ο Παράδεισος της φυλλάδας φάνταζε κάπως σαν τη φύση του Μαγιού. Έτσι με τα κλαριά να φουντώνουν , με το χόρτο και τα αγριολούλουδα σε αφθονία , με τα νερά ακόμα μπόλικα, με ζέστη και με δροσιά, με τα γιδοπρόβατα, χορτάτα και ήσυχα απλωμένα στις ραχούλες, με τα κουδούνια και τα κυπριά σε συμφωνία ηρεμίας, να είναι ο καιρός που ξεχειλίζει το φρεσκοαρμεγμένο γάλα, ο καιρός για το κούρεμαμα με ανάλαφρους αέρηδες και λίγες βροχούλες το βραδυό….
Σαν μπήκε λοιπόν ο Μάης φέτος μέσα σ’ αυτό το παραδεισένιο περιβάλλον , έλαβε ο γέρο – Θύμιος το κάλεσμα το Ουράνιο, Πρωτομαγιά ανήμερα. Εκεί κάτω από τον ίσκιο του πλάτανου που ο ίδιος είχε φυτέψει πριν 70 χρόνια, αποχαιρέτησε τη σύντροφο της ζωής του, τα παιδιά του και τα εγγόνια του και αναχώρησε εν ειρήνη για τον Παράδεισο των Ουρανών….
Την άλλη μέρα στις δυο του μήνα όλοι μαζί τον ξεπροβοδίσαμε για τον τόπο της ανάπαυσης. Να μη πιστέψει κανείς ότι εκεί θα ανταμώσει σίγουρα τον συμπαραστάτη του Άγιο, που μαζί σκιάζανε τους λύκους , μα με τα θάματα, μα με τα άγια λόγια και γράμματα, μα και με τα χουγιατά ακόμα, αφού αυτή τη μέρα είναι μάλιστα και η γιορτή του;
Το συνημμένο αρχείο 011.jpg δε βρέθηκε
Το εικόνισμα στο Παλιομονάστηρο το έχτισε ο Θύμιος το 1948 και συμφώνησε με το μάστορα για την αμοιβή να δώσει δυο τσουβάλια μαλλί πρόβειο και ήταν και δυο ευχαριστημένοι. Δεν υπήρχε μέρα να μείνει σβηστό το καντήλι αφού παντα περνούσε ι από κει ο τσέλιγγας, με το κοπάδι του να βόσκει στις πλαγιές του Φειντερίκου.