πρώτη του δουλειά να πάει στην Παραμυθιά να αγοράσει παπούτσια. πως θα ταξίδευε με τα τσαρούχια; "τι θα μου πληρώσεις για τα παλιά μου τσαρούχια, να τ' αγοράσεις;". κι ο τσαγκάρης, "πάρε ένα δίφραγκο κι άειντε στο λάκκο να τα πετάξεις". το ...επιχειρηματικό του δαιμόνιο ήταν συνομήλικό του κι εκείνος μόλις 15 χρονών.
το βράδυ γύρισε στο χωριό, περιφέροντας περήφανος τα νέα του παπούτσια που είχαν και πρόκες από κάτω, για να αντέχουν! το άλλο βράδυ,μεσάνυχτα 21 προς 22 του Μάη του 1936, η άρρωστη μάνα του τον ξεπροβόδισε στο έβγα του χωριού, στο Αμπελάκι. σφιχταγκάλιασε για τελευταία φορά τον Τσιώμο της - χαίδευτικό του Χρυσόστομου στα μέρη μας - και του έδωκε την ευχή της: "ώρα καλή παιδί μου και δεν θα με ξαναδείς"
ξεκίνησε με τον πατέρα του, ένα συγχωριανό κι έναν αγωγιάτη με το μουλάρι φορτωμένο τα λιγοστά τους πράγματα, πεζοπωρώντας για πέντε ώρες μέχρι να φτάσουν στο Χάνι του Τσίκα, στο Καλοχώρι. ως εκεί έφτανε τότε ο αμαξωτός δρόμος και από εκεί πήραν το λεωφορείο για τα Γιάννενα.
εκεί έμειναν στο Χάνι του Βρόσγου, κοντά στο Γυαλί Καφενέ. το μικρό χωριατόπαιδο θαμπώθηκε από τις εικόνες της πόλης, τα κτίρια, τους δρόμους, τους ανθρώπους. στο Γυαλί Καφενέ συνάντησε έναν πλανόδιο φωτογράφο, με τα λιγοστά του χρήματα πόζαρε για μια φωτογραφία κι εκείνη την εικόνα την είχα κατόπιν φυλαχτό σε όλη τη ζωή του.
από εκεί και πέρα, ο δρόμος του γνωστός και πολυταξιδεμένος, γενιές και γενιές. από τα Γιάννενα στην Πρέβεζα, από εκεί βαπόρι ως τον Πειραιά, διανυκτέρευση στο Πανδοχείο 'τα Ιωάννινα', κοντά στο λιμάνι. το πρωί, μια μοναχική βόλτα στον ηλεκτρικό σταθμό του Πειραιά. τα παούτσια του με τις πρόκες να κάνουν διαβολεμένο θόρυβο στα πλακάκια. οι υπάλληλοι του σταθμού να παίρνουν είδηση το χωριατόπαιδο και να αρχίζουν να το κοροίδεύουν κι εκείνο να αποκρίνεται: "δεν σιουρίζεις για να φύγει το τρένο παρά κάθεσαι να κοροίδεύεις εμένα;"
27 του Μάη το βαπόρι μπάρκαρε, δύο μέρες μετά έφτασαν στην Αλεξάνδρεια. εκεί ο Χρυσόστομος δουλέψε σκληρά, χρόνια πολλά. από τα πρώτα, κιόλας, χρόνια έστελνε χρήματα στη μάνα του που ξενοδούλευε, για την ίδια, τις δύο αδερφές του και τον πιο μικρό αδελφό του, τον Θεόφιλο. τρία χρόνια μετά, άρρωστη και ταλαιπωρημένη πολύ στη ζωή της, η μάνα του - η Καλλιρρόη - πέθανε όπως το είχε πει στον Τσιώμο της, χωρίς να την ξαναδεί.
μα κι στερνή της ευχή βγήκε κι εκείνη αληθινή. "ώρα καλή παιδί μου". ο Τσιώμος στην Αίγυπτο πρόκοψε, έγινε μεγάλος και τρανός, χωρίς να ξεχάσει ποτέ το χωριό του, τον τόπο του. κάθε χρόνο, μαζί με τους συνεταίρους του στην θρυλική ¨"ΛΑ.ΦΩ.ΜΑ" Σταύρο Μάκο και Κωνσταντίνο Φώτση, έστελνε ένα σταθερό, μεγάλο ποσοστό από τα έσοδά του για κοινωφελή έργα στην Ήπειρο. από δρόμους και γεφύρια μέχρι εκκλησίες, βοηθήματα και άλλα. άλλαξε εικόνα το χωριό - το Πολύδροσο Θεσπρωτίας - και παρά λίγο να του αλλάξουν κι όνομα. το έλεγαν πια, 'το Παρίσι της Ηπείρου'! όσο για τον ίδιο, ήταν πια πασίγνωστος σε όλη την Ήπειρο, σαν ένας από τους σπουδαιότερους εν ζωή ευεργέτες - χούι που το έχουμε οι Ηπειρώτες...
ο Χρυσόστομος "'έφυγε" πριν λίγα χρόνια. την ώρα της ταφής, σύμφωνα με τη δική του εντολή, πάνω από τον τάφο έπαιζε ένα κλαρίνο τον 'Μπεράτη' - τον αγαπημένο του χορό. η οικογένεια μου ζήτησε τότε να φέρω εγώ τον μουσικό κι εγώ εφώναξα τον Πετρολούκα που τον ήξερε και τον είχε γλεντίσει πολλές φορές στη ζωή του. ο Πετρολούκας ήρθε αξύριστος με το κλαρίνο του: "τον πενθώ κι εγώ τον θείο σου, τον αγάπαγα, άφαγα ψωμί από τα χέρια του". έμαθα ότι ο θείος μου είχε ορίσει και την αμοιβή του μουσικού για την ταφή του - λίρες Αγγλίας, από τις παλιές, καλές.
ο θείος διάλεξε να ταφεί στην Αθήνα και όχι στο χωριό, στο "Αμπελάκι". εκεί, κάτω από το σημείο όπου αποχαιρέτησε τη μάνα του - τη γιαγιά μου που ποτέ δεν γνώρισα - είναι το νεκροταφείο του χωριού. λίγα χρόνια πριν ο θείος μου είχε στείλει ένα τηλεγράφημα σχετικό με το Αμπελάκι: " ο παππούς σου με πρόλαβε με τα κλαρίνα στο Αμπελάκι"! ο παππούς μου, ο πατέρας της μάνας μου, μόλις είχε ταφεί στο χωριό, με την κομπανία του Λευτέρη Γκιώκα να παίζει την ώρα της ταφής Μπεράτη - αγαπημένος χορός και του παππού...
ο θείος μου έχει γεμίσει όλο τον τόπο μας με δέντρα και μνημεία. σε όλες τις κογκέλες της εθνικής οδού έχει φυτέψει πλατάνια και από κάτω έστησε τσιμέντινα πεζούλια με μαρμάρινες πλάκες που πάνω τους μνημονεύουν περίφημους Ηπειρώτες μουσικούς. έτσι, για παράδειγμα, στο δρόμο πάνω από το χωριό μου, θα παίζουν για πάντα ο Τάσος, ο Κυριάκος και ο Φώτης Χαλκιάς - οι ονομαστοί, αυθεντικοί Χαλκιάδες - που πρώτος ο θείος μου έβγαλε στο εξωτερικό, προσκαλώντας τους για ένα μήνα ολάκαιρο στο Κάιρο. και χάρη σε εκείνη τη σχέση μεγάλωσα κι εγώ με το κλαρίνο του Τάσου Χαλκιά σε κάθε οικογενειακό μας γλέντι.
χρόνια μετά έμαθε και την σχέση των Χαλκιάδων και με τον παππού μου. τον είχαν συνοδεύσει στα τραγούδια που ηχογράφησε ο Ακαδημαίκός Λαογράφος Γεώργιος Μέγας (νονός της αδελφής μου αργότερα) για λογαριασμό του Κέντρου Έρευνας Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών. πανάξιος τραγουδιστής ο παππούς, κυνηγημένος Αριστερός, δεν είχε πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων να δουλέψει καλλιτεχνικά κι έζησε όλη τη ζωή φούρναρης, προκόβοντας τα παιδιά του. ο θείος κι ο παππούς... ο ένας στον ΕΔΕΣ και ο άλλος στο ΕΑΜ. στα στερνά τους να μάχονται ακόμη, πάνω από ατελείωτες παρτίδες τάβλι στο καφενείο του χωριού...
22 Μάη σήμερα και κοντοστάθηκα για λίγο στο έβγα του χωριού. ανάμεσα στα άλλα κτίσματα ο θείος έχτισε κι ένα εικόνισμα στο σημείο όπου αποχαιρέτησε τη μάνα του. εικόνισμα Αγιου Κωνσταντίνου και Ελένης που γιόρταζαν όταν εκείνος ξεκινούσε τη στράτα της ξενιτιάς. στη βάση από το κόνισμα, η ευχή της μάνας:
ΩΡΑ ΚΑΛΗ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ
Κ.Λ.Λ.
22 ΜΑΊΟΥ 1936
μια τέτοια μέρα νάμαι κι εγώ εκεί! και να σκέφτομαι ότι, παρότι μνημόνευσε τους πάντες με τα έργα του, το δικό του όνομα άφησε εντολή να μην μνημονευθεί σε κανένα μνημείο πουθενά, ενώ, όσο ζούσε, σχεδόν πουθενά δεν υπήρχε ολόκληρο αλλά μόνο με τα αρχικά του, όπως ακριβώς στο εικόνισμα μνημόνευε τη μάνα του και γιαγιά μου: Κ(αλλιρρόη) Λ(άμπρου) Λ(αμπρίδη)...
θυμάμαι ότι ο θείος όποτε πέρναγε από το Χάνι του Τσίκα στο Καλοχώρι πάταγε την κόρνα του αυτοκινήτου του, εκεί όπου πήρε το λεωφορείο για τα Γιάννενα. όταν πέθανε ο θείος ήμουν στο χωριό. μάζεψα λίγο χώμα από το χωριό και λίγες δάφνες από το σπίτι του για να αφήσω στο ποσκεφάλι του, στον τάφο του στου Παπάγου. εκείνη την μέρα, περνώντας από το Χάνι του Τσίκα, ασυναίσθητα πάτησα την κόρνα του αυτιοκινήτου μου όπως ο θείος. από τότε έχει γίνει ενστικτώδης συνήθεια, όποτε περνάω από εκεί να κορνάρω στη μνήμη του!
προχθές έφτασα στο χωριό, κατά τη συνήθεια μου, πολύ αργά μέσα στη νύχτα. πάτησα την κόρνα. σχεδόν πάντα από εκεί επιστρέφω μετά τις 3 τη νύχτα. σκέφτομαι πονηρά και χαμογελώ: αν κάποιος περίοικος ήξερε τον θείο μου και τη συνήεια του να κορνάρει πάντα εκεί, ίσως τώρα, με τα νυχτερινά μου κορναρίσματα, να πιστεύει ότι ως θείος μου ως ξωτικό επιστρέφει ξανακορνάροντας!
άλλοι πιστεύουν σε μετενσάρκωση, άλλοι ενσαρκώνουν άλλους, εγώ λαθροβιώ ως ξωτικό, σαν φάντασμα του θείου μου όσο κρατάει μια κόρνα
Υ.Γ. κάποια στοιχεία για τούτο το κείμενο πήρα από το βιβλίο 'Ο ΑΠΟΔΗΜΟΣ ΘΕΣΠΡΩΤΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Λ. ΛΑΜΠΡΙΔΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΥΠΟΙΗΤΙΚΑ ΤΟΥ ΕΡΓΑ' του Νίκου Υφαντή. για εξώφυλλο, αυτό το ογκωδέστατο βιβλίο (ήταν πολλά τα έργα του), έχει εκείνη τη φωτογραφία του θείου μου στο Γυαλί Καφενέ