Ήταν ένας άνθρωπος που ελάχιστα γνώριζα μα σεβόμουν και εκτιμούσα απεριόριστα. Ο κύριος Στέφανος. Ο Στέφανος ο Φώτσης, ο φιλόλογος. Που έφυγε για πάντα από κοντά μας στις 12 Αυγούστου 2019. Μετά από γενναία μάχη επί σειρά ετών με σοβαρά θέματα υγείας. Φίλος εκλεκτός του πατέρα μου. Και για τούτο η ξεχωριστή θέση και στη δική μου καρδιά.
Σχεδόν συνομήλικοι οι δυο τους, ο Στέφανος λίγο μικρότερος, γεννημένος το ‘33. Στο ακριτικό μας χωριουδάκι, το Βλαχώρι Θεσπρωτίας. Από τη Δήμητρα και τον Ιωάννη Φώτση. Τον καλό μας τον μπαρμπα – Γιάννη που στα παιδικά μας χρόνια ήταν ο επίσημος τηλεφωνητής του χωριού. Θυμάμαι με τι δέος έβλεπα τα περίεργα μηχανήματά του και τον ίδιο να γυρνάει κάτι σαν μανιβέλα προσπαθώντας να τον ακούσουν στο τηλεφωνικό κέντρο:
- Μενίνα; Εδώ Βλαχώρι!
Μία και δύο και τρεις και όσες φορές χρειαζόταν μέχρι να ανοίξει η γραμμή. Και να μιλήσουμε με τους δικούς μας στην Αθήνα ή όπου αλλού στη Γη. Η κάμαρα του μπαρμπα – Γιάννη είχε κάτι το μαγικό στα παιδικά μου μάτια. Αλλά και το φως που σκορπούσε η πάντα χαμογελαστή κυρά του, η Γιαν – Φώτσαινα.
Άνθρωποι φτωχοί. Και με πέντε παιδιά. Τον Στέφανο, τον Βασίλη και τρεις τσούπρες, τη Βενετία, τη Θεοδούλα και την Ελευθερία. Ήρθε και ο πόλεμος και η οικογένεια άφησε από το φόβο των Γερμανών το χωριό και πήγαν να κρυφτούν στο δάσος του Τζουρλόγγου. Να όμως που κάτι χρειάστηκαν από το σπίτι. Και είπαν να στείλουν τον Στέφανο να το φέρει. Γυμνό σχεδόν εκείνα τα χρόνια το βουνό και το μονοπάτι ορατό από μακριά. Οι Γερμανοί τον πήραν είδηση και πυροβόλησαν. Με το πρώτο μπαμ το παιδί, ούτε δέκα χρονών καλά καλά, έπεσε κάτω και έμεινε ακίνητο. Κατάφερε να τους ξεγελάσει. Και μαζί και τον Χάρο. Λίγα χρόνια μετά, στον Εμφύλιο, ο μικρός Στέφανος ήταν μαθητής στο γυμνάσιο της Παραμυθιάς και στο εκεί οικοτροφείο. Οι αντάρτες έβαλαν στόχαστρο τα παιδιά. Όρμηξαν ένα βράδυ στο οικοτροφείο και άρπαξαν όλους τους μαθητές των μεγάλων τάξεων. Μαζί και τον Στέφανο. Ώρες ποδαρόδρομο στα βουνά. Φτάνοντας επάνω στο Σούλι, ο Στέφανος έπαιξε τη ζωή του κορόνα γράμματα και κατάφερε να το σκάσει! Ίσως κι επειδή είχε το χάρισμα να έχει φτερά στα πόδια του. Έτσι τον θυμάται ο πατέρας μου, να τρέχει πολύ γρήγορα, ζωηρός πάντα κι άλλο τόσο γελαστός και με τα αστεία του.
Τελειώνοντας το γυμνάσιο, έδωσε εξετάσεις στο πανεπιστήμιο. Κατά το σύστημα της εποχής πέρασε και στη Νομική και στη Φιλολογία. Προτίμησε να γίνει καθηγητής. Κι ευτυχώς χάρη στο ίδρυμα Τοσίτσα βρήκε και στέγη να μείνει. Παράλληλα με τις σπουδές, δούλευε σκληρά για να βγάζει τα έξοδά του. Κυρίως ασχολιόταν με τσάντες. Γιατί από το χωριό τι να μπορέσουν να του στείλουν;
Ο Στέφανος Φώτσης (αριστερά) με τους γονείς μου. Επίσκεψη στην Ακρόπολη. 1957 - 58.
Παίρνοντας πτυχίο, δοκίμασε για ένα μικρό διάστημα να εργαστεί ως αναπληρωτής καθηγητής στην Κύπρο. Αργότερα βρέθηκε στο Ισραήλ, στην εκεί πατριαρχική σχολή υπεύθυνος σχολάρχης. Κάποια στιγμή γύρισε και στην Ελλάδα και εργάστηκε ως φιλόλογος και στα εδώ σχολεία.
Κάποτε τον συναντούσαμε και τα καλοκαίρια στο χωριό. Ήταν μεγάλη χαρά για τον πατέρα μου να βρίσκονται οι δυο τους. Να περπατάνε μαζί, να κουβεντιάζουν. Ταίριαζαν σε πολλά. Μαθητές και οι δύο του περίφημου Μπίτσα και σημαδεμένοι με τα σκληρά βιώματα των δύο πολέμων. Που θέλησαν να ακολουθήσουν το δρόμο του δασκάλου τους και να διδάξουν τις νέες γενιές. Με χίλιες στερήσεις και περνώντας την εφηβεία τους στα οικοτροφεία. Κρυώνοντας και πεινώντας και αντιμετωπίζοντας ακόμη και τις σφαίρες. Δια πυρός και σιδήρου. Έτσι έγιναν άνθρωποι. Κατά το η ευτυχία κάνει τέρατα και η δυστυχία ανθρώπους.
Παντρεύτηκε, έκανε δυο κόρες. Η ζωή του φάνηκε να φτιάχνει. Να ανταποδίδει τις ταλαιπωρίες με ευχάριστες στιγμές. Δυστυχώς τα στερνά του στάθηκαν δύσκολα κι αυτά. Η υγεία του τον βασάνισε για χρόνια.
Αρχές Ιούλη, λίγο πριν πάμε στο χωριό, ο πατέρας τον πήρε τηλέφωνο. Κατάλαβε. «Δεν είναι καλά ο Στέφανος», μου είπε. Ήταν η τελευταία φορά. Στις 12 Αυγούστου ο κύριος Στέφανος, όπως τον έλεγα, έφυγε από κοντά μας. Και λίγο το ταξίδι της επιστροφής μας από την Ήπειρο, λίγο οι αργίες του Δεκαπενταύγουστου, εμείς ούτε καν μάθαμε το θάνατό του. Δε βρεθήκαμε ούτε στην κηδεία του. Να του πούμε το στερνό αντίο.
Χρωστούσα τουλάχιστον να γράψω λίγες λέξεις για εκείνον. Και ένα μεγάλο ευχαριστώ για τη φιλία που τον έδενε με τον πατέρα μου. Καλό ταξίδι, κύριε Στέφανε!
Και θερμά, ολόθερμα συλλυπητήρια στους δικούς σας.
Μαρία Θ. Λαμπρίδου
____________________________
ΥΓ Ευχαριστήρια στην κ. Αθανασία Κοτσώνη, ανιψιά του Στέφανου από την αδελφή του Ελευθερία, για τη φωτογραφία του θείου της που μου έστειλε.
Η φωτογραφία της μητέρας του, Δήμητρας Φώτση, είναι από το βιβλίο που γράφτηκε για τον Χρυσόστομο Λαμπρίδη και σίγουρα ο ίδιος ήταν και ο φωτογράφος.