Tη Δευτέρα στις 12 Γενάρη ήταν η γιορτή της Τατιάνας , γράφει το ημερολόγιο
« Τατιανής Μάρτυρος ». Μια είναι στο χωριό, η δική μου , και άλλη μία που είναι στην Αθήνα , χρόνια έχουμε να τη δούμε στο χωριό. Πολλοί το θυμήθηκαν και πήραν τηλέφωνο για “χρόνια πολλά”, και τα μηνύματα ακόμα πιο πολλά, άλλα από το κινητό και από το διαδίκτυο ένα σωρό. Δεν πέρασαν όμως δυό μέρες καλά – καλά και έπεσε στο κρεβάτι, άρρωστη η Τατιάνα. Σε δυο ακόμα μέρες να ο λαιμός της έκλεισε, τα αυτιά την πονέσανε, πυρετός και βήχας , δεν φαινόταν απλή ίωση. Έτσι λοιπόν σήμερα Παρασκευή πήγαμε στο γιατρό στο Κέντρο Υγείας. Εκεί αφού την κοίταξε λίγο η Σμυρνούλα , η παιδίατρος, που είναι και αυτή Μαρτινάτισσα , ο παππούς της ήταν ο Σπύρο Μαρτίνης , γυιος του πάπου - Ποστόλη , της έγραψε τα καθιερωμένα φάρμακα που τώρα τα μάθαμε και μείς απόξω, τόσες φορές που τα πήραμε στα παιδιά. Τάχατες είναι πιο ευάλωτα στην αρρώστια τα παιδιά σήμερα , ή εμείς τα κακομάθαμε και με το παραμικρό στην αντιβίωση δίνομε τόση μεγάλη σημασία; Και τα εμβόλια που τους κάναμε λογαριασμό δεν έχουν. Που οι παλιές μανάδες τέτοια πράγματα, ένα ήταν το πρώτο τους γιατρικό, το λάδι ή τα κάρβουνα για το « μάτι ». Ήθελε δεν ήθελε ο οργανισμός των παιδιών αποκτούσε τα απαραίτητα αντισώματα και όλα τα κρυώματα τα πέρναγαν στο πόδι !!!
Βγαίνοντας λοιπόν ακριβώς απέναντι είναι το φαρμακείο του Μουσελίμη, παλιός συμπέθερος αυτός, και στη γωνία του δρόμου ένα από τα 28 καφενεία – καφετέριες και τέτοιου είδους μαγαζιά που έχει η Παραμυθιά, πάρα πολλά για τον κόσμο που έχει. Σχεδόν ποτέ δεν βλέπεις άνθρωπο σ’ αυτό αν και γωνιακό , σήμερα όμως τι είναι; - Παρασκευή!!! Και μάλιστα καλή Παρασκευή , ξανάρχισε τα δρομολόγια το λεωφορείο του Δήμου Παραμυθιάς μετά από δυο μήνες διακοπή, η ώρα κοντεύει 12 και άρχισαν οι επιβάτες να συγκεντρώνονται στις καρέκλες του καφενείου. Επιβάτες από τρία χωριά. Πολύδροσο, Οσδίνα , Πλακωτή. Σχεδόν πάντοτε γεμίζει και βλέπεις στην Παραμυθιά γνωστές φιγούρες της Παρασκευής. Οι πιο πολλοί δεν έχουν άλλο τρόπο να πάνε στην αγορά και τώρα πια ο δρόμος μας σπάνια βλέπει ΚΤΕΛ , έτσι λοιπόν τούτο το δρομολόγιο είναι σωτήριο για τα τρία χωριά και τους λιγοστούς και ηλικιωμένους κυρίως κατοίκους τους…..
Πρώτα αντάμωσα την θειά – Αντρονίκη, στον πλανώδιο μανάβη που είναι και
« ιεροψάλτης Γλυκής », ανταλλάξαμε ευχές για την καινούρια χρονιά και από κοντά , γιατί στο τηλέφωνο ποτέ δεν ξεχνά τη ξαδέρφη της, τη μάννα μου, την παίρνει συχνά όχι μόνο στις γιορτές, και για την Τατιάνα θυμήθηκε , που να τα ξεχάσει αυτά η θειά – Αντρονίκη αφού έχει και την θυγατέρα της στο μοναστήρι , πάνω στα Μετέωρα στον Άγιο Στέφανο. Μετά ήρθε προς το μέρος μου περιχαρής ο Βαγγέλη – Μήτσας, μας χαιρέτησε λες και ανταμώσαμε μετά από πολύ καιρό. Λες και η Παραμυθιά είναι ξενητειά όπου δυο συντοπίτες αντάμωσαν με χαρά! Ο Βαγγέλης δεν λείπει ποτέ από το Δρομολόγιο. Όχι μόνο δε λείπει αλλά επιφορτώνεται και το ρόλο του εισπράχτωρα, του συνοδηγού και συντονιστή της όλης διαδικασία. Αυτός θα κάνει κουμάντο από βραδύς να μη παρκάρουν άσχημα τα ΙΧ στην πλατεία και εμποδίσουν τη στροφή του λεωφορείου, πρώτος θα είναι εκεί , ξεφωνίζοντας τα αναγκαία Ώπαααα…. στον οδηγό, σε όλες τις στάσεις ο νους του είναι στην πόρτα επιβίβασης, κανονίζει την ώρα της επιστροφής και βοηθάει τους πάντες στη μεταφορά των πραγμάτων που ψώνισαν. Όλους τους βοηθάει και όλοι τον γνωρίζουν πια. Και με τον Γιάννη τον οδηγό έχει πάντα επαφή αφού φρόντισε να ξέρει το κινητό του. Πάντα του άρεσαν οι διαδρομές με τα λεωφορεία, δεν έμπαινε σε ΙΧ, ποτέ δεν τα συμπαθούσε. Από τότε μάλιστα που τον πήρε κάποιος για Γιάννενα και τουμπάρισε στο Βουτσαρά να μην τα δεί στα μάτια του! Έλα όμως που τώρα το ΚΤΕΛ τον πρόδωσε, με τα δυο δρομολόγια που απόμειναν και αυτά μόνο τις καθημερινές. Τώρα δίνει μεγάλη σημασία, όπως και άλλοι βέβαια, στο δρομολόγιο της Παρασκευής.
Να και ο Τέλης σε μιαν άκρη αναμασώντας σχεδόν τη γόπα του στριφτού τσιγάρου του , περιτριγυρισμένος στα πόδια του από τις τσάντες με τα εφόδια της εβδομάδας, έχει στήσει καλή συζήτηση με έναν Οσμιάτη ( κάτοικο της Οσδίνας ). Επιτήδειος ο Τέλης στην κουβέντα, είτε με γνωστό είτε με άγνωστο . Ικανότατος να στήσει διάλογο ( μονόλογο; ) περί παντός επιστητού. Διάλογο που σκοτώνει όχι μόνο τη μισή ώρα ώσπου νάρθει το λεωφορείο, αλλά ολάκερες ώρες και ώρες μπορεί να κουβεντιάσει. Έμεινε παροιμιώδης εκείνη η ιστορία με έναν ταξιδιώτη που αποκαμωμένος από το ταξίδι , από Αθήνα ερχόταν , αποκοιμήθηκε και ο Τέλης να λαλεί!!! Μάταια η γυναίκα του προσπαθούσε με τρόπο να τον συνεφέρει , Αθηναία αυτή δεν ήξερε τον Τέλη . Και του τάψαλλε κανονικά αργότερα !!! Ο Τέλης λοιπόν που κάποτε αποκόβεται από τον αγριεμένο Λακόπουλο από τη μια και από την άλλη με τον Μέγα Λάκκο να φυσάει τώρα το χειμώνα , δυο μήνες πουθενά δεν πήγε . Δεν βγαίνει ποτέ να πάρει το πρωινό λεωφορείο για Γιάννενα ή Ηγουμενίτσα. Είναι που είναι σκοτάδι στις εφτά είναι και τα σκυλιά που φοβάται, μόνη επιλογή έχει το δρομολόγιο της Παρασκευής. Και αυτό ίσα που το προλαβαίνει ασθμαίνοντας. –Ξέρεις τι είναι νάρθεις από την Τρύπα του Μπούφου στο Μεσοχώρι… δικαιολογείται στο Βαγγέλη που είναι τυπικότατος και απαιτεί όλοι να βρίσκονται στην ώρα τους εκεί. Οχτώ ακριβώς πρέπει να γίνει η αναχώρηση.
Πριν ακόμα μπω στο φαρμακείο συνάντησα τον Γληγόρη – Αηδόνη από την Πλακωτή. Κατεβαίνει από την αγορά καταφορτωμένος και σαν σμίξαμε άφησε τα πράγματα κάτω και όπως πάντα όταν ανταμώνουμε χαμογελώντας πιάσαμε την κουβέντα. Έχει την ηλικία του πατέρα μου και πάντα ρωτάει για τον αδερφό μου που ήταν συμφοιτητής με το γυιό του τον Ανδρέα. Και είναι πολύ περήφανος για αυτόν που είναι φιλόλογος καθηγητής , τώρα μάλιστα είναι στην Αίγυπτο στο Πανεπιστήμιο σε κάποιο πρόγραμμα εκμάθησης της Ελληνικής γλώσσας. Πάντα μου το λέει : -Αντάμωσα τον Κίτσιο στο Παλιομονάστηρο όταν πήγαινα αγωγιάτης με το μουλάρι κατά τα Ζαλόγγατα και του είπα , << Κίτσιο βγάλαμαν παιδιά καθηγητές με τον κασμά και με το μπλάρι…. >> και χαμογελάει φαρδιά – πλατιά πολύ ικανοποιημένος γι’ αυτό. – Ξέρεις , μου λέει πάντοτε, το όνομά μου εγώ το χρωστάω στον παπού σου . Είχα Νούνα την Σπυρογιάννευα που ήταν αδερφή του, που πήγε νύφη στην Οσδίνα, και με έβγαλε σαν αυτόν Γληγόρη. Και με φώναζαν τα συνομήλικα παιδιά και μένα Γληγόρη – Τσερβάρη…Μου τόχε πεί η Νούνα μου, τον έβγαλαν Τσερβάρη γιατί μικρός είχε πάει τσοπάνος στο Ζαγόρι στο χωριό Τσερβάρι , αυτό που αργότερα το μετέφρασαν σε Ελαφότοπο ( από το λατινικό cervous = ελάφι, είχαν οι βλάχοι λέξεις με λατινική ρίζα.) Και όλους εσάς τώρα τα τρία παιδιά του και τα εγγόνια του σας λένε ακόμα Τσερβαραίους μου λέει χαμογελώντας άλλη μια φορά ο Γληγόρη – Αηδόνης από την Πλακωτή , καλή του ώρα….