Ο βαρκάρης μας...
Και του Λουκιανιού οι νεκρικοί διάλογοι:
1ος.) Χάροντα, Μένιππου & Ερμή
(Το βαρκάκι του Χάροντα φτάνει στην όχθη της Αχερουσίας. Οι νεκροί βγαίνουν ένας-ένας πληρώνουν το ναύλο τους (έναν οβολό) στον Χάροντα και χάνονται δεξιά. Τελευταίος βγαίνει ο Μένιππος, που πάει να φύγει χωρίς να πληρώσει. Ο Χάρος τον πιάνει από τον ώμο. )
ΧΑΡΟΣ: Κατέβαινε, βρε καταραμένε, τον ναύλο!
ΜΕΝΙΠ: Δε πα' να φωνάζεις Χάρε, όσο σ' αρέσει.
Χ: Πλέρωσε ρε σου λέω, για το ταξίδι που 'καμες!
Μ: Δε μπορείς να πάρεις από κάποιον που δεν έχει. *
Χ: Καλά! Υπάρχει κάποιος που να μην έχει έναν οβολό;
Μ: Αν είναι και κάνας άλλος, δε ξέρω. Εγώ πάντως δεν έχω.
Χ: Βρωμιάρη. Θα σε πάω στον Πλούτωνα, αν δε πληρώσεις.
Μ: Κι εγώ θα σου ρίξω μία με το κουπί και θα σου σπάσω το κρανίο.
Χ: Τζάμπα ταξίδεψες δηλαδής;
Μ: Ο Ερμής, που με κουβάλησε 'δω, να σε πλερώσει.
Ε: Θα 'πρεπε να πουληθώ ολάκερος αν ήταν να πλερώνω τους πεθαμένους.
Χ: Δε θα το κουνήσω στιγμή από κοντά σου.
Μ: Αν είν' έτσι, βγάλε όξω τη βάρκα και κάτσε. Μα δεν έχω μία! Τι θα πάρεις;
Χ: Δεν ήξερες ρε, πως έπρεπε να 'χεις το ναύλο;
Μ: Το 'ξερα και λοιπόν; Αφού δεν είχα μία, τι να 'κανα; Να μη πέθαινα;
Χ: Δηλαδή μόνο συ θα καυχιέσαι πως τη πέρασες τζάμπα;
Μ: Ε όχι και τζάμπα ρε μάγκα! Νερά έβγαζα, κουπί τράβηξα και μόνο 'γω απ' όλους, δεν έκλαιγα!
Χ: Αυτά δε περνάνε σε βαρκάρη! Πλέρωσε το ναύλο. Δε μπορεί να γίνει αλλιώς!
Μ: Ε τότε γύρνα με πίσω...
Χ: Ωραία τα λες. Να τις φάω κι από πάνω από τον Αιακό!
Μ: Ε τότε μη μου κολλάς.
Χ: Δείξε μου τι έχεις μες στο σακί;
Μ: Λούπινα. Θες λιγάκι; Κι ένα πρόσφωρο.
Χ: Από που μας κουβάλησες βρε Ερμή τούτο το κοπρόσκυλο; Το τι έλεγε στο ταξίδι δε περιγράφεται! Πείραζε και κορόϊδευε όλους τους άλλους κι ήταν ο μόνος που τραγουδούσε ενώ κείνοι θρηνούσανε.
Ε: Δε ξέρεις Χάρε ποιον είχες στη βάρκα; Τον Μένιππο! 'Ανθρωπος τελείως λεύτερος. Τίποτε δεν τονε νοιάζει!
Ο Μένιππος βρίσκει ευκαιρία που ο Χάρος μιλά με τον Ερμή και τη κοπανά...
Χ: Αχ και να σε πιάσω καμιά φορά...
Ακούγετ' η φωνή του Μένιππου από μακριά
Μ: Αν με πιάσεις φίλε μου. Δυο φορές δε μπορείς να με πιάσεις.
*γνωστή φράση που 'μεινε παροιμιώδης:
Ούκ άν λάβοις παρά του μή έχοντος!
2ος.) Νεκρών, Πλούτωνα & Μένιππου
ΚΡΟΙΣΟΣ: Δεν τον υποφέρουμε πια βρε Πλούτωνα τούτο τον σκύλο τον Μένιππο να 'ναι με μας. Ή στείλ'τον αλλού ή στείλε μας να πάμε σ' άλλο τόπο.
ΠΛΟΥΤΩΝ: Τι μπορεί να σας κάνει; Νεκρός είναι κι αυτός όπως κι εσείς.
ΚΡΟΙΣΟΣ: Όταν εμείς θρηνούμε και στενάζουμε, όταν θυμόμαστε πόσα είχαμε στον επάνω κόσμο, ο Μίδας χρυσάφι, ο Σαρδανάπαλος δόξα και μαλθακότητα κι εγώ τα πλούτια μου, αυτός μας εμπαίζει και μας βρίζει. Μας λέει γομάρια και καθάρματα κι όταν κλαίμε, αυτός τραγουδά και γενικά μας λυπεί όσο δε φαντάζεσαι.
ΠΛΟΥΤΩΝ: Τι είν' αυτά που λένε Μένιππε;
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Αλήθεια λένε βρε Πλούτωνα. Τους σιχαίνομαι γιατί είν' άχρηστα κουφάρια και παλιάνθρωποι. Δεν τους έφτανε που ζήσανε με τόσο κακό τρόπο, αλλά και πεθαμένοι θυμούνται και νοσταλγούν αυτό ακριβώς.
Καλαμπουρίζω με το δούλεμά τους.
ΠΛΟΥΤΩΝ: Μα δεν είναι φυσικό να λυπούνται; Χάσανε πάρα πολλά!
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Χάζεψες και συ Πλούτωνα; Επικροτείς τα παράπονά τους;
ΠΛΟΥΤΩΝ: Κάθε άλλο! Απλώς δε θέλω φασαρίες μεταξύ σας.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Λοιπόν ακούστε με σεις που 'σασταν οι χειρότεροι ανάμεσα στους Λυδούς, τους Φρύγες και τους Ασσύριους, μάθετε πως εγώ δε θα σταματήσω όπου κι αν πάτε να σας ακολουθώ και να σας περιγελώ, να σας χλευάζω και να σας βρίζω.
ΚΡΟΙΣΟΣ: Αυτά δεν είναι βρισιές;
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Όχι. Βρισιές ήταν αυτά που κάνατε στη ζωή σας. Που θέλατε να σας προσκυνάνε λεύτεροι άνθρωποι και καλοπερνάγατε χωρίς να σκεφτόσαστε το τέλος. Από δω κι πέρα θα θρηνείτε καθώς θα θυμόσαστε όσα χάσατε.
ΚΡΟΙΣΟΣ: Εγώ, Θεέ μου, τα πολλά και μεγάλα χτήματα που 'χα!
ΜΙΔΑΣ: Εγώ το χρυσάφι μου!
ΣΑΡΔΑΝΑΠΑΛΟΣ: Εγώ τη βόλεψή μου!
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Έτσι μπράβο. Εσείς να θρηνείτε κι εγώ να σας θυμίζω το γνώθι σ' αυτόν. Είναι ότι πρέπει για τους οδυρμούς σας.
3ος.) Μένιππου & Ερμή
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Ερμή που 'ν' οι ωραίοι κι οι ωραίες; Οδήγησέ με παρακαλώ, μιας κι είμαι νιόφερτος εδώ.
ΕΡΜΗΣ: Δεν έχω χρόνο βρε Μένιππε, αλλά να! παρατήρησε 'κει δεξιά, βρίσκονται ο Υάκινθος, ο Νάρκισσος, ο Νηρέας, ο Αχιλλέας, η Τυρώ, η Ελένη κι η Λήδα: όλες οι παλιές ομορφιές.
Μ: Εγώ βλέπω μονάχα κόκαλα και κρανία άσαρκα κι όμοια μεταξύ τους.
Ε: Κι όμως αυτοί 'ναι που θαυμάσαν όλοι οι ποιητές, αυτά τα κόκαλα που συ περιφρονείς.
Μ: Δείξε μου τουλάχιστον την Ελένη, δε μπορώ να τη διακρίνω.
Ε: Να, τούτο το κρανίο είναι της Ελένης.
Μ: Για τούτο 'δω το καυκί γεμίσανε χίλια καράβια με τα νιάτα όλης της Ελλάδας και σκοτωθήκανε τόσοι και τόσοι κι αναστατωθήκανε τόσες πόλεις;
Ε: Βλέπεις εσύ Μένιππε δεν την είδες ζωντανή. Αν την είχες δει θα 'λεγες κι εσύ: «Ας βρίσκομαι κοντά της κι ας υποφέρω πολλά». Γιατί και τ' άνθη αν τα δει κανείς ξερά, να 'χουνε χάσει το χρώμα και το σχήμα, δε μπορεί να φανταστεί πόσο ήταν όμορφα όταν ανθούσαν.
Μ: Απορώ βρε Ερμή, πως δέχτηκαν να υποφέρουν για κάτι που γρήγορα και τόσον εύκολα μαραίνεται.
Ε: Δεν έχω χρόνο Μένιππε να κάτσω να τα φιλοσοφήσω μαζί σου. Διάλεξε ένα μέρος που γουστάρεις και βολέψου. Πρέπει να φέρω καινούργιους νεκρούς.
__________________
Μπορείς να ταξιδεύεις στον Αχέροντα και να μη θυμάσαι αυτούς τους διαλόγους; Που ειρήσθω εν παρόδω φαίνεται καλά να γνωρίζουν και οι σημερινοί βαρκάρηδες... Ο νεαρός που έπαιρνε τους οβολούς μας - 8 ευρώπουλα παρακαλώ - αυτοσυστηνόταν ως Χάρος!!!