Πασχαλιά την ονομάζανε τη γιορτή του Ευαγγελισμού οι βάβες μας , πριν μισό αιώνα και βάλε. Αλλά και εμείς τα παιδιά είχαμε χαρά μεγάλη για αυτή τη μέρα, απ΄τη μια ανυπομονησία , πότε θάρθει και απ’ την άλλη λίγο αγωνία και άγχος , πως θα τα καταφέρουμε στη σχολική γιορτή. Μέρες πολλές κρατούσε η προετοιμασία αυτής γιορτής, ποιήματα και διάλογοι, πρόβες και ξανά πρόβες . Στο ανατολικό μέρες της αίθουσας ένωνε ο δάσκαλος δυο τραπέζια , στρωμένα με ντόπια στρωσίδια, έβαζε και κάτι θρανία αριστερά - δεξιά και όλο το σκηνικό συμπληρώνονταν από δύο γαλάζια τεντόπανα που ανοιγόκλειναν , αν θυμάμαι καλά, με μηχανισμό, σωστό θέατρο. Σημαιάκια στην αίθουσα, επιγραφές και φωτογραφίες ηρώων και μαχών του 21 συμπλήρωναν όλη τη γιορτινή εικόνα της αίθουσας . Ο δάσκαλος ήταν αυστηρός και απαιτητικός τότε, όχι σαν σήμερα που τα παιδιά μπερδεύουν το 1821 με το 1940, έπρεπε όλα να γίνουν στην εντέλεια , θα ερχόταν όλο το χωριό στη γιορτή μετά την Εκκλησιά. Απ’ την αγωνία μου όσο να βγώ να πω το ποίημα σε μια πρόβα θυμάμαι …μούσκεψα τα παρασκήνια, δευτερόλεπτα πριν έρθει η σειρά μου, θάμουν δευτέρα τάξη τότε. Φουστανέλες για τα αγόρια και τσάμικα ( αλήθεια για τα λέγαμε έτσι; ) για τα κορίτσια επιστρατεύονταν από τα σπίτια του χωριού, φορεσιές που είχαν φορεθεί από συγκεκριμένα πρόσωπα, όπως μας λέγανε οι μεγάλοι. Σώζονταν ακόμα και κάτι χαντζάρες , κάτι παλιοί γκράδες , ο οπλισμός των παλικαριών που παριστάναμε.
Την παραμονή το βράδυ μόλις νύχτωνε, γινόταν άλλο δρώμενο. Λαμπαδοφορία στους δρόμους του χωριού. Όλα τα παιδιά συντεταγμένα με το δάσκαλο μαζί κάναμε παρέλαση στους δρόμους του χωριού κρατώντας αυτοσχέδιους πυρσούς, δηλαδή ένα κονσερβοκούτι καρφωμένο σε ένα ξύλο, στάχτη μέσα και λίγο πετρέλαιο φωτιστικό, και η φλόγα φώτιζε το θεοσκότεινο τότε χωριό, ενώ συγχρόνως τραγουδούσαμε το « Ολη δόξα , όλη χάρη , Άγια μέρα ξημερώνει και τη μνήμη σου το Έθνος χαιρετάει γονατιστό ».
( έγινε και φέτος η λαμπαδηδρομία με μεγάλη επιτυχία. Τα παιδιά , πάνω από 15 ,το ευχαριστηθήκανε πολύ και θέλουν να ξαναγίνει του χρόνου. Ήταν μάλιστα και από το Ζάλογγο και από την Πλακωτή κάνα-δυό. Ήταν ιδέα του Τάσου και έπιασε τόπο)
Την επόμενη πρωί – πρωί ξυπνάγαμε, ντυνόμαστε με τις φορεσιές και μαζευόμαστε από νωρίς στο σχολείο. Μόλις χτύπαγε η δεύτερη καμπάνα, πάλι συντεταγμένοι πηγαίναμε στην εκκλησία, με τη σημαία μπροστά και έτσι μέναμε στο μέσο της εκκλησιάς . Ο δάσκαλος συνήθως έψελνε στο αναλόγιο, εμείς ψέλναμε τα Αντίφωνα , « Ταις πρεσβείες…» κ.τ.λ., ένα από τα μικρότερα παιδιά έλεγε το « Πάτερ ημών » , ενώ από τα μεγάλα το « Πιστεύω » και δυό από τα μεγαλύτερα αγόρια βοηθούσαν στο ιερό. Στο τέλος γινόταν η Δοξολογία , ο δάσκαλος έβγαζε λόγο για την Εθνική γιορτή , παίρναμε το αντίδωρο και πάλι με βήμα για το σχολείο. Δεν θυμάμαι καλά αν καθόμαστε να πάρουμε «σιτάρι και ύψωμα » από τους Βαγγέληδες που γιορτάζανε. Εκεί μαζεύονταν γονείς και άλλοι χωριανοί, λείπανε μόνο οι κτηνοτρόφοι που είχαν στάνες μακρυά , όπως π.χ. ο πατέρας μου και ο θείος μου ο Βαγγέλης που δεν τους θυμάμαι ποτέ σε σχολική γιορτή, τα ζώα βλέπεις δεν ξέρανε από τέτοια πανηγύρια. Το ίδιο και με τους γονείς των παιδιών που ήταν ταξιδεμένοι στη Γερμανία. Το πιστεύετε ότι εγώ κάποιυς από αυτούς δεν τους θυμάμαι καθόλου από τα παιδικά μου χρόνια, όταν πήραν σύνταξη και ήρθαν από την ξενητειά μου φαίνεται ότι τους πρωτοαντίκρυσα!!! Στην αίθουσα μπροστά καθότανε οι πιο γέροντες και οι « επίσημοι », Πρόεδρος , Παππάς, Αγροφύλακας και Χωροφύλακες , πάρα πίσω οι γυναίκες , το πρωτόκολλο στην ακρίβεια αν και άγραφο. Αρχιζε η γιορτή, με ένα σωρό πατριωτικά τραγούδια, ποιήματα μικρά και εύκολα για τις μικρές τάξεις , πιο δύσκολα για τις μεγάλες και αυτός που ήταν πιο καλός στη φωνή και στις κινήσεις έλεγε συνήθως το « Μέριασε βράχε να διαβώ, το κύμα αγριεμένο , λέει στην πέτρα του γιαλού, θολό μελανιασμένο…» . Άλλο δύσκολο ήταν και το « Ευαγγελισμός- Ελληνισμός..» , αυτό το έλεγε μια μεγάλη κοπέλα . Χειροκροτήματα από το κοινό , αλλά και σχόλια κάποτε, φωναχτά , συνόδευαν τον καθένα και ακολουθούσε ο « Διάλογος » , ένα μικρό θεατρικό με θέμα συνήθως τους Σουλιώτες και τον Αλή – Πασιά . Στο τέλος ο Εθνικός Ύμνος σήμαινε τη λήξη της σχολικής γιορτής.
( Σήμερα η γιορτή δεν είναι παρά μια ολιγόλεπτη τελετή μπροστά στο Μνημείο των πεσόντων, εκεί στα σκαλιά ακούγεται και κανένα ποίημα από τα λγοστά παιδιά που πάνε στο σχολείο της Νεράιδας)
Αν τύχαινε στο χωριό κανένας ταξιδεμένος , βγάζαμε και καμιά φωτογραφία στα σκαλιά του σχολείου ή στην παράσταση. Ποιος άλλος από τον Χρ. Λαμπρίδη που ακόμα και ταινία κινηματογραφική τράβηξε και σώζεται ακόμα σήμερα.
Αμέσως μετά τρέχαμε και παίρναμε κουδούνια και κυπρέλλες από αυτά που κρεμάγανε οι τσοπάνηδες στο λαιμό των ζώων και είχαν σχεδόν όλα τα σπίτια τότε, και δυο – τρείς μαζί τρέχαμε πέρα – δώθε λαλώντας τα και τραγουδώντας « Φευγάτε φίδια , φευγάτε γκουσταρίτσες , έρχεται ο Ευαγγελισμός με το σπαθί στο χέρι, να σας πάρει το κεφάλι , να μη φανείτε πάλι....» , τραγούδι συμβολικό και συνθηματικό μαζί, μας εξηγούσαν οι γερόντοι, που το λέγανε οι παλιοί όταν πήρανε τα όπλα , φίδια και γκουσταρίτσες παρομοιάζαν τους Τούρκους κατακτητές. Εμείς τα Κάτω – Μαχαλιώτικα σκοτωνόμασταν ποιός θα πάρει πρώτος την τεράστα κυπρέλλα του Μπάρμπα – Αποστόλη , που είχε για γλωσίδι μικρό κύπρο και μέσα σ΄αυτόν ακόμα πιο μικρό . Κύπρος βαρύς , για μεγάλο τράγο , γκεσέμι του κοπαδιού, τον είχε ο μπάρμπας από τον πατέρα του τον Γάκη-Ποστόλη, ίσως νάταν ακόμα και από το μεγάλο κοπάδι του παλιού Μήτση - Χήτου , ακούγονταν πολύ δυνατά , ως πέρα στα πλάγια και έσμιγε ο ήχος με αυτόν των κοπαδιών , που αυτήν τη μέρα τα « αρμάτωναν » οι τσοπάνηδες, δηλαδή τους φοράγανε τα καινούρια κουδούνια και άλλα ακόμα που είχαν στην άκρη . Και ακόμα το κάνουν αυτοί οι λίγοι τσελιγκάδες που μείνανε στο χωριό . Για φουγκραστείτε καλά σήμερα του Ευαγγελισμού, κατά το Φειντερίκο και πέρα κατά την Πλαταράχη θα ακούσετε καινούρια κουδούνια και κυπριά στα κοπάδια , να λαλούν και να αντηχούν γλυκά και αρμονικά στη Βλαχωρίτικη φύση που ξυπνά από το χειμωνιάτικο λήθαργο. Δυο-τρία κοπάδια απομείναν πιά όλα και όλα , που κάποτε ήταν πρώτο το χωριό μας στη παραγωγή γαλακτομικών προϊόντων σύμφωνα με το αρχείο του Παραμυθιώτη έμπορου Ρίγγα. Έκτοτε άρχισε η μείωση και αργά ή γρήγορα θα σταματήσει και αυτή η παραγωγική δράση του χωριού. Και ήταν αυτά τα προϊόντα του χωριού άριστης ποιότητας . Θα μπορούσε ένα τοπικό τυροκομείο π.χ. να δώσει στο εμπόριο ένα άριστο τοπικό επώνυμο τυρί και το μέλλον να είναι διαφορετικό. Πράγματι αναρωτιέται κανείς με τι μπορεί να ασχοληθεί η επόμενη γενιά; Τι διαθέτει το χωριό μας ως πλεονέκτημα που θα μπορούσε να το βγάλει από την απομόνωση και να κρατήσει κάποιες οικογένειες ικανές να ζήσουν στον τόπο μας; Ο Θωμάς Φώτσης λέει ένα μόνο: Το φυσικό του περιβάλλον. Στενά Καλαμά, δρυοδάση, μονοπάτια και φαράγγια. Αυτά σε συνδυασμό με το Μουσείο ( μουσεία υπάρχουν πολλά, αλλά σαν του χωριού μας λίγα ) και την παλιά μας εκκλησιά θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα πόλο έλξης μιας ήπιας μορφής τουρισμού , ικανού να δώσει συμπληρωματικό εισόδημα σε κάποιους νέους που θάθελαν να μείνουν στο χωριό. Εκ πρώτης όψεως η σκέψη του φαίνεται καλή , αξίζει να τουλάχιστον να το συζητήσουμε .