Σαν είδα την ανάρτηση της Μαρίας Λ. για τα « χάλια που έχει το μονοπάτι για Τζουρλόγγο », πήρα τα μπογαλάκια μου και εγώ και ξεκίνησα για την αγαπημένη μου διαδρομή: Φωτεινού-Τζουρλόγγο-Δέσες-Μπαλάσκα- Αβρυστικό- Ζαορά- Χωριό. Είχα καιρό να την κάνω, θα ήταν Μάης ή Ιούνιος μπορεί. Μέχρι το γεφύρι του Μέγα – Λάκου λοιπόν όλα πάνε καλά. Με το που περνάς απέναντι όμως αρχίζουν τα δύσκολα. Οι πουρναρότουφες θέριεψαν, έσμιξαν από τις πλευρές , κάλυψαν το μονοπάτι. Αδιαπέραστο είναι πιά. Πρέπει οπωσδήποτε να είσαι κατάλληλα ντυμένος, εξάπαντος μακρύ παντελόνι, μακρύ μανίκι, καπέλο και ένα εργαλείο κοπής κλαδευτήρι ή πριονάκι. Αλλού κόβεις , αλλού με τα χέρια εν είδει ασπίδας και σκυφτά με ορμή να διαβείς το αγκαθωτό φυσικό εμπόδιο. Αυτό πρέπει να γίνει για 200- 300 μέτρο , να περάσεις το μαντρί του Θύμιο-Μαρτίνη ωσπου να ριχτείς πέρα από το Κουτσολάκι. Γιατί όμως κλείνει τόσο γρήγορα το μονοπάτι; Μα δεν συμβαίνει μόνο εδώ αυτό. Το ίδιο παντού , σχεδόν όλα τα μονοπάτια πάνε να χαθούν , εκτός αν γίνει συστηματικός καθαρισμός και διάνοιξη δυο μέτρα πλάτος για να κρατήσει λίγο περισσότερο. Τι όμως ήταν αυτό που κράταγε τα μονοπάτια ανοιχτά; Δυο πράγματα: Η νομαδική κτηνοτροφία και ιδίως η αιγοτροφία και η συχνότητα της διάβασης. Η αιγοτροφία στο συγκεκριμένο σημείο εξέλειπε παντελώς πλέον, δυο κοπάδια που έχει το χωρίο, ένα στο Φεντερείκο βόσκει, το άλλο στα Αμπέλια και στα πέριξ. Τα γίδια κρατάνε τις πουρναρότουφες και τα βάτα χαμηλά, τα πρόβατα τρώνε τα χόρτα. Έτσι γίνεται φυσική αποψίλωση , τώρα χωρίς κοπάδια έγινε ο τόπος όλος ζούγκλα, ακόμα και τα παλιά χωράφια πάνε να χαθούν. Και μη στα αστεία ξεσπάσει καμιά φωτιά , αλί και τρισαλίμονο , δεν θα σταματάει πουθενά. Όσο για το συχνό πέρασμα, πόσο συχνό να είναι όταν οι περισσότεροι έμαθαν να περπατούν στην άσφαλτο. Όλο ίσιο , αντιπαθούν την ανηφόρα και σκουντουφλάν στα λιθαράκια . Που και που κανένας αν αποφασίσει να βγεί στις ερημιές , τι δρόμος να πατηθεί;. Εδώ και τα μυρμήγκια τα κακόμοιρα, χωρίς εργαλεία και κοπίδια μόνο με τα ποδαράκια τους πέρα – δώθε ασταμάτητα δρόμους ανοίγουν!!!
Μπορείς λοιπόν μόλις περάσεις αντίπερα , λίγο να πανηδρομήσεις , θα βρείς ένα ξέφωτο και γλιτώνεις λίγο το πυκνό. Βέβαια δεν συζητάμε για τις πέτρες που άφθονες πάνω στο μονοπάτι ταλαιπωρούν τον διαβάτη και ποτέ δεν πρόκειται να εκλείψουν , αφού όλες προέρχονται από τα σκαψίματα που κάνουν τα αγριογούρουνα σε αναζήτηση τροφής. Έχουν τέτοια δύναμη στη μουσούδα τους που όποιος δεν ξέρει ,απορεί με τι μηχάνημα έγιναν αυτά τα σκαψίματα. Σκύψε – κόψε λοιπόν ως το Κουτσολάκι και λίγο ακόμα, εκεί πάει να στρώσει όλο και κάποια τούφα σου βγαίνει εμπόδιο.
Όλα και όλα όμως , εγώ θα το καθαρίσω αυτό το μονοπάτι γιατί μου αρέσει πολύ. Θα πάρω το αλυσοπρίονο ένα πρωί και πιστεύω σε τρεις – τέσσερες ώρες θα γίνει δουλειά καλή. Τέρμα το υπόσχομαι! Γιατί αυτή τη διαδρομή πρέπει όλοι να μπορούν να την κάνουν . Δεν είναι μόνο η εξαιρετική θέα προς το χωριό, αλλά και τόσα άλλα που μπορεί κανείς συναντήσει στο παρθένο δάσος. Να όπως αυτή η πανέμορφη φωλιά του κότσυφα:
Μια φορά μάλιστα συνάντησα σε έναν ξέρακα ένα μπούφο, πρώτη φορά έβλεπα, μου φάνηκε φοβερός, τεράστιος , άπλωσε τις φτερούγες και χώθηκε μέσα στους πυκνούς αριάδες. Σήμερα συνάντησα τρία αγριογούρουνα λίγο πριν τον Τζουρλόγγο, με λαχτάρισαν, φύσιξαν και γρύλλιξαν και γκρεμοτσοκίστηκαν να κρυφτούν μακρυά. Μα και στην πηγή εκεί που πήγαινα να ιδώ νερό, με περίμενε άλλη έκπληξη, λίγη λάσπη και ….ένας κάβουρας με τις δαγκάνες σε θέση μάχης . Ναι , σοβαρά ένας κάβουρας στο βουνό:
Δύο Σεπτέμβρη και το νερό του Τζουρλόγγου χάθηκε; Αμ δε! Κάνω ησυχία πλήρη και κάτι ακούγεται . Τζουρρρρρ !!! δυό μέτρα κάτω από το δρόμο και λίγο πριν την πηγή . Είναι νερό , τρεχούμενο, ζωντανό!!! Κατεβαίνω αμέσως και βλέπω . Τζουρρρρ μέσα στο λόγγο , ο Τζουρλόγγος είναι ζωντανός δεν στέρεψε. Αμέσως έβαλα σε ενέργεια την παλιά τεχνική υδρομάστευσης, λίγο καθάρισμα και ένα φυλλαράκι από πλατύφυλλο δένδρο , τη φούχτα από κάτω και έσβησα τη δίψα μου με το κρυστάλλινο νερό .
Το ξέρουν αυτό τα πουλιά , το ανακάλυψαν πριν από μένα , το ίδιο και τα αγρίμια του δάσους , φαίνεται ολόγυρα το τοπίο περπατημένο πολύ . Αλλά ένα δεν μπορώ να καταλάβω. Ο κάβουρας πως έφθασε εδώ, τόση απόσταση από το ποτάμι , στο βουνό σχεδόν επάνω , και χωρίς ίχνη διαρκούς ροής νερού;