( συνέχεια του προηγούμενου )
Κατήφορος ο δρόμος δεν άργησε να προσδιαβεί απ’ το σταυροδρόμι της Βρωμορίγανης, αριστερά πάει για την Ζαορά, δεξιά πήρε αυτός για το Σελιό και ίσια που έπιασε στα ρουθούνια του εκείνη την υπερκόσμια ευωδιά . Έλεγε ο μακαρίτης ο παπα-Μπούντας θαύμα γίνηκε εκεί παλιά, άγγελος Κυρίου κατέβηκε στη γη , ακριβώς εκεί και όταν περνάει ο διαβάτης μυρίζει τόσο όμορφα και ευφραίνεται η καρδιά του, σαν κάποιο παράξενο λουλούδι , σαν ένα αλλιώτικο θυμιάμα , μα όσο να χαλέψει κανένας, τίποτα δε θα βρει, άσε που σε λίγα δευτερόλεπτα χάνεται και η ευωδιά, το ξέρουν πολλοί, προ πάντων τα παιδιά , το λένε. Παλιότερα διάβαιναν από εκεί αρέντα για το ποτάμι, η για τον Αβρυστικό ή για τα Λειβαδάκια, πάειναν για κολύμπι, για να παίξουν στον πεντακάθαρο εκείνα τα χρόνια Καλαμά. Πάειναν και τα δικά του , εκεί ξεκαλοκαίριαζαν με τα «κλωνάρια» και με τις πετονιές. Τα ’τρωγε ο ήλιος όλη μέρα , από το πρωί ως το βράδυ , απάνω – κάτω από κει πέρναγαν και του ’λεγαν γι αυτήν την μυρουδιά . Τώρα κι αυτός λίγο πολύ την καταλαβαίνει , πολλές φορές , το πρωί κάτω , το βράδυ απάνω, και το καλοκαίρι ακόμα, δυο φορές τη μέρα , αφού ανεβαίνει και το γιόμα , όταν τα ζώα πιάνουν τον στάλο και γυρίζει ξανά το απόγεμα.
(τώρα χάθηκε εκείνη η υπερκόσμια ευωδιά, έγινε δρόμος φαρδύς και από τη μεριά είναι μια κολώνα της ΔΕΗ που στέλνει ρεύμα στον Αβρυστικό για να βγεί το νερό απάνω. Δίπλα από την άλλη μεριά του δρόμου μια τεράστια τσιμεντένια δεξαμενή μαζεύει το νερό της πρώτης άντλησης και συνεχίζει από εκεί άλλη άντληση, το βγάζει στο χωριό στις Κορρύτες και από εκεί στη Γούργαρη. Αμ θαύμα δεν είναι και τούτο, να βγει το νερό από τον Αβρυστικό στη Μιλιορράχη; Βγήκε ο λόγος του Νικολα-Σπύρου αληθινός, του ’λεγε του Κίτσιου εκεί που φυλάγανε τα πρόβατα: « -Κίτσο , εδώ μια μέρα τα Σελιά , να ιδείς θα γένουν ποτιστικά, θα βγάλουν τον Καλαμά στη Μιλιορράχη ». Αμ δε βγήκε; Βγήκε και παραβγήκε ο Καλαμάς στη Μιλιορράχη και χόρτασε το χωριό νερό , που όλο το καλοκαίρι αμάν έλεγε ο κοσμάκης, όπου δεν πρόφταινε από τους Ζαλογγίτες να περσέψει το νερό της Λαμπανίτσας και να φτάσει στο Βλαχώρι. Αυτοί πότιζαν τριφύλλια και καλαμπόκια , εμείς από δω κάποτε κάναμε μέρες χωρίς νερό . Και δόστου γκρίνια, δόστου τσακωμοί για το ποιος φταίει. Θεός συγχωρέσει τον μακαρίτη τον Βασίλη το Λώλο που χάθηκε στα 53 του , Δήμαρχος της Παραμυθιάς ήταν , που πίστεψε στο έργο και το κυνήγησε ώσπου έγινε , απίστευτο ήταν στην αρχή , μα έγινε και από το 2006 , φτάνει και περισσεύει το νερό για το χωριό μας, τη Μίχλα και πάει και στα Ζαλόγγατα άμα λείπει της Λαμπανίτσας. Έτσι διαβάτη άμα περνάς από τη Βρωμορίγανη θυμήσου την παλιά εκείνη άρρητη ευωδιά , θυμήσου και εκείνον τον καλό Δήμαρχο , πες και για αυτόν ένα Θεός συγχωρέστον , βόηθησε πολύ και δε μας έλειψε το νερό πια!).
Όλος ετούτος ο δρόμος γιομάτος κόσμο ήταν παλιά. Να εδώ το χειμάδι το Χρηστο –Τσιαμάτη, αριστερά το Περιβόλι του Σιώζου, από κάτω του Τσιάβου τα μαντριά, πιο πέρα το Παλιοχείμαδο των Γληγοραίων, παρέκει της Βέλαινας. Πάει όλος αυτός ο κόσμος, πήραν όλοι τα μάτια τους και φύγανε αλλού, έμεικε ο Κίτσιος μοναχός του με τα γομάρια του απάνου - κάτου και στα τελευταία χρόνια που άλλαξε η κατάσταση στην Αλβανία , τι ήταν τούτο; Γιόμισε ο τόπος Αλβανούς, από δω διαβαίνουν. Έρχονται από το Ρεβενιώτικο, ρίχνονται δώθε στο ποτάμι και να το δρόμο παίρνουν , άλλος για Παραμυθιά, άλλος Πρέβεζα, ή Γουμενίτσα , ή όπου ο νους σου βάλει. Με τα ποδάρια να περπατάνε μερόνυχτα. Άνθρωποι λογής – λογής , αλλά κυρίως νέοι, παιδαρέλια, από δυο, από τρεις , ακόμα και μπουλούκια κάποτε. Φοβάται ο κόσμος γιατί κάμανε πολλά. Πολλοί δουλειά γυρεύουνε, αλλά δεν είναι λίγοι όμως και αυτοί που κάμανε και ένα σωρό κλεψιές και παρανομίες διάφορες. Πρώτα κατέβαιναν οι γυναίκες στο ποτάμι να πλύνουν ρούχα, ή στα μποστάνια στο Ποτιστικό , ή στα ζώα , μοναχές τους, τώρα ποιά κοτάει να πάρει τον κατήφορο; Μωρέ και οι άντρες φόβο έχουν και αυτοί , σου λέει και αν πέσω σε κανέναν ληστή , αφού λένε τους απόλ’καν όλους από τις φυλακές; Ο Κίτσιος δεν τους φοβάται. Τι να μου κάνουν εμένα λέει, τίποτα δεν έχω , με βλέπουν γέρο και ταλαίπωρο τζιουμπάνο, με λυπούνται κι από πάνω! Αλήθεια, καμιά φορά εκεί στο Νεράκι που τους ανταμώνει να τρώνε ότι έχουν , του δίνουνε και αυτουνού κάνα κριτσιέλι ψωμί. Μαύρο και σκληρό , πως να το φάει ο Κίτσιος , το ρίχνει στον Κοράκη! Εκατοντάδες από δαύτους έχουν περάσει από την καλύβα του, εκεί από κάτω στο χωράφι του, κοιμούνται εκεί , ξεκουράζονται, ανάβουν φωτιά και στεγνώνουν τα βρεγμένα σκουτιά. Αλλά σίγουρα υπάρχουν και κάποιοι που είναι άνθρωποι του κακού. Μα να πιάσουν τις ποτίστρες που είχε εκεί μέσα ο Κίτσιος, βγάλανε τα ξύλινα χερούλια τους και τα κάψανε στη φωτιά και κοντά τις ζιουμούκλησαν κι αυτές; Έτσι για να κάνουνε το κακό, σε ποιόν; Σ’ αυτόν που έφτιαξε αυτήν την παλιοκάλυβα και βρίσκουν καταφύγιο; Ένας κάποτε του είπε: - μπάρμπα δώσε μου ένα πεντακοσιάρικο, - δεν έχω γω παράδες , αν θέλετε κάνα γκόρτσο , να το σακούλι έχει, πάρτε! Έτσι έμαθαν όλοι, άλλο από γκόρτσα δεν θα βρούνε σ’ αυτόν , τον άφησαν ήσυχο. Αλλά μποστάνι όμως δεν ξανάβαλε από όταν φάνηκαν αυτοί οι διαόλοι, δεν άφ’καν τίποτα, ακόμα και τις πατάτες τις έβγαζαν και τις έψεναν στη φωτιά. Άνθρωποι πεινασμένοι ,θεριά!
Ποιος ξέρει πόσους κατάπιε ο Καλαμάς το χειμώνα σαν είναι κατεβασμένος! Είχε πετύχει κι Κίτσιος έναν μια φορά , εκεί παρέκει στο κόνισμα της ΑγιοΠαρασκευής, χωμένος σε μια τούφα, ξαφνίσκε ο γάιδαρος, λαχτάρ’σε, τι να ιδεί, ένας μπλετσινάρης , κάθουνταν κουκουντάκι , ίσια που λιαγκούριζαν τα μάτια!
– Τι κάνεις αυτού μωρέ δαίμονα ; του είπε ο Κίτσιος.
– Τσιάκα - τσιούκα κάτι είπε , γρί Ελληνικά δεν ήξερε.
- Σήκου ορθός μωρέ! Ένα παιδάριο ίσια με 15 χρονών ήτανε , μπλέτσι, ούτε βρακί στον κώλο δεν είχε! Πως βήγε ζωντανό, από τον Καλαμά, που ήτανε πέλαγο από την πλημμύρα που είχε κάνει, ένας Θεός ξέρει!
Τούριξε του μουτάφι του σαμαριού ο Κίτσιος , τύλιξε τη γύμνια του το Αλβανάκι και κίνησε από κοντά για το χωριό. Βγήκαν μαζί απάνω, του δώκανε κάτι ρούχα , ντύθηκε, ποδέθηκε, του βάλανε και σε μια σακούλα , ψωμί ,τυρί, ένα πορτοκάλι , του έδωκαν και κάτι κατοστάρικα.
- «Που πας;» τον ρώτησαν σαν έφευγε, -«…..Παραμυθία – Παραμυθία ….» φώναξε και αντίς να κάνει απάνω χάθηκε στο σκοτάδι κατά εκεί από όπου ήρθανε. Πάει να βρει την παρέα του. Την άλλη μέρα όπως πέραγε ο Κίτσιος με τα πρόβατα όξω από την καλύβα του Τάσιου στο Νεράκι , είδε απόξω πεταμένη τη σακούλα, τη θυμήθηκε. Μπαίνει μέσα στην καλύβα , είδε και τις φλούδες απ’ το πορτοκάλι, κατάλαβε ότι έκατσε εκεί και έφαγε. Αλλά το ζαγάρι τι είχε κάνει; Αντίς για ευχαριστώ αμόλ’κε μια κουράδα μεσ’ στη μέση στην καλύβα!
Με το που έκανε πέρα από το ’κόνισμα της Αγιο-Παρασκευής ’κούσ’καν τα σκυλιά του Μανθο-Ράφτη να γκαμπανάνε, είναι βλέπεις εκεί από κάτω τα γρέκια του. Τι να πει μ’αυτόν τον άνθρωπο; Φέρνει το κοπάδι από το Παν-Ζάλογγο στο Βλαχώρι, στη Γούρα των Γληγοραίων, μέσα στη λάσπη, για να τα ξεχειμάσει . Και αυτός πρωί – βράδυ να πηγαινοέρχεται από εκεί καβάλα στο άλογο. Με χιόνια , με βροχές , με κρύα πολλά. Φίλο τον έχει , αλλά όταν βλέπει να τυραννάει έτσι τα πρόβατα, του ανεβαίνει το γαίμα στο κεφάλι! Η Ανθούλα βλέπεις , η γυναίκα του Μάνθου, είναι από το σόι των Γληγοραίων , έτσι ο Μάνθος τόχει σαν λειβάδι προικώο ας πούμε το χωράφι τους και θέλει να ασκεί τα δικαιώματά του , χρόνια τώρα . Μόνο που για ένα κοπάδι πρόβατα, χρειάζονται πολλές εγκαταστάσεις, αλλού τα στείρα , αλλού τα γαλάρια, αλλού τα αρνιά, αποθήκη για το χορτάρι, για το καλαμπόκι , στρούγκα , ανθρωποκάλυβα και άλλα ακόμα. Τι να σου κάνει μια καλύβα μοναχά στη μέση στο χωράφι, τά’κοψε η λάσπη τα έρμα τα ζώα. Αλλά τον Μάνθο δεν τον μέλλει και πολύ , το άλογό του να’ναι καλά. Ναι σωστά, έχει μεγάλη αγάπη, πάθος για το άλογο. Δεν στρέεται αυτός να κάθεται καβάλα σε γομάρι, άλογο μοναχά. Και για το άλογο είναι ικανός να ξοδέψει όσα νάχει!
( καμάρι ο γαμπρός που είναι καβάλα, διπλό καμάρι ο Μάνθος που είναι στο δικό του τ' άλογο)
Σαν κάνει από το Ανήλιο απάνω, βγαίνει στην Λούτσα , από κει στου Σελλιανίτη , διαβαίνει μέσα από την Κουρούνα, και πιάνει το δρόμου του Ζαλόγγου αντιλαλούν τα ζήλια στο λαιμό τ’αλόγου, ακούγονται παντού, διαβαίνει ο Μάνθος!
Κοσμογυρισμένος ο Μάνθος,ξακουστός και πολυμήχανος, όχι σαν τον Κίτσιο που δεν τον λογαριάζει κανένας. Ο Μάνθος είχε κάνει και Πρόεδρος στο χωριό του, έφτιαξε σταύλο μεγάλο , χτιστόν με τσιμεντόλιθα, μάλιστα ξεκίνησε να κάνει και σύγχρονη μονάδα πάχυνσης αμνοεριφίων, αλλά δεν του πέτυχε. Το νοίκιασε κι αυτός στον Μπατζάρο και έτσι έγινε τυροκομείο τώρα εκεί και πολλοί δίνουν το γάλα σ’ αυτόν , μέχρι και έναν τόνο γάλα τη μέρα μαζεύει κάποτε. Τα τυριά που βγάζει είναι πεντανόστιμα. Ακόμα και ο Μάνθος φέρνει το γάλα από το Βλαχώρι στο Παν-Ζάλογγο , μέσα σε γαλόκασες και αυτός καβάλα στο άλογο. Και το νοίκι το’χουν συμφωνημένο με το γάλα, τόσες δραχμές το κιλό. Όσο πιο πολύ γάλα δουλεύει ο Μπάτζιος , τόσο πιο πολλά λεφτά πέρει ο Μάνθος. Έτσι βγαίνουν τα έξοδά του , ας μη πάει και πολύ καλά το κοπάδι , στο άλογο όμως τίποτες μη λείψει!
Τα πρόβατα τα βοσκάει και αντίπερα στη Ζαορά. Άμα έρχεται του Ευαγγελισμού, αμάν τι γένεται εκείνη τη μέρα! Αρματώνει ο Μάνθος το κοπάδι με όλην την αρμάτα , κουδούνια και τσιοκάνια ,κυπριά και κυπρέλλες, μικρά και μεγάλα, όλη τη σειρά από τους Γαλανοπουλαίους στην Παραμυθιά αγορασμένα, αχολογάει ο τόπος όλος: Του Μάνθο-Ράφτη το κοπάδι! Από τους Γαλανόπουλους αγόρασε και μια καμπάνα 70 κιλά , και την δώρησε στην Εκκλησία, στην Παναΐγια και αιτία γίν’κε ο Κίτσιος γι αυτό. Πως έπεκαν την κουβέντα εκεί στον όχτο στο Βαρκό και τα κοπάδια βόσκαγαν στο χειμωνιάτικο προσήλιο, «…σαν τ’ ανάβεις τα καντήλια της Παναΐγιας ωρέ Μάνθο, καμπάνα έχει 16 χρόνια να βαρέσει…» του είπε ο Κίτσιος. – «Τι λες τώργια μωρέ» , του είπε Μάνθος και σαν αστραπή του ήρθε στο μυαλό η ιδέα. Με την πρώτη ευκαιρία πήγε στους Γαλανόπουλους στην Παραμυθιά, αγόρασε μια καμπάνα 70 κιλά, αυτή που του άρεσε αυτουνού και την έφερε στην Ζαορά. Δε λογάριασε κόπο, ουδέ έξοδα.
( η καμπάνα και η πλάκα με την επιγραφή για τις δωφεές του Μάνθου στην Παναΐγια της Ζαοράς)
Από τότε κάθε Σαββάτο που κατηβαίνουν στη Ζαορά η Χρύσω η Γιάννη-Μήτσενα με την αδερφοποιτή της την Τασία την Καπαδέλταινα να ανάψουν τα καντήλια , βαρούν και την καμπάνα και ένα κούσιμο που κάνει, ωρέ κόσμε μου, ολούθε ακούγεται γλυκά και δυνατά. Από τέτοια , συλλογιέται ο Κίτσιος, δεν του κόβεις του Μάνθου την τρίχα με το τσεκούρι, αλλά κουμάντο για ώρα ανάγκης τίποτες. Όπως τότε με το πολύ το χιόνι , 70 πόντοι ως το ποτάμι έριξε στις 10 Μάρτη και έμεικαν τα ζώα μέρες πολλές κλεισμένα. Ο Κίτσιος με το Βαγγέλη τον αδερφό του και δυο παιδιά μπροστά και από πίσω τα τέσσερα τα γομάρια τους, με τη σειρά να κόβουν δρόμο , πότε ο ένας , πότε ο άλλος, τρεις ώρες έκαμαν να σώσουν στην Απιδιά στο Χειμάδι και εκεί με το φτυάρι να ανοίξουν τον τόπο, να δώκουν στα ζωντανά χορτάρι, καλαμπόκι και νερό , τους έπεσαν οι πλάτες. Και τον Μάρτη πόσες τροφές νάχει η ζαεροκάλυβα μέσα, Άνοιξη καρτερούμαν όχι έναν κώλο χιόνι! Και κει που ψευτολιάζονταν μέσα στην καπνισμένη καλύβα, τρεις θα νάηταν η ώρα ,ακούει ο Κίτσιος μια φωνή ’πο πέρα απ’ της Γκελη-Τάσαινας: -«Κίτσιο, ω Κίτσιο!...» Τον έζωσαν τα φίδια , από το πρωί το μελέταγε, είχε δεν είχε 10 μπάλες χορτάρι, τι να τον κάνει τώρα τον Μάνθο; Έφτασε σε λίγο λιχομανώντας από τον χιόνι και τον ανήφορο: -«Κίτσιο, ’α μου δώκεις ένα σακούλι καλαμπόκι, να ρίνω σπυρί – σπυρί στο χιόνι ψηλά, κι από πίσω το παιδί ο Χρυσόστομος να βαρεί τα πρόβατα να τα σώσουμε στο Παν-Ζάλλογγο;» - «Σακούλι είπες; πάρε δυο και τρία μωρέ Μάνθο μου», τ’αποκρίθηκε ο Κίτσιος ξαλαφρωμένος που δεν του χάλεψε χορτάρι, πόσο να έδινε αυτουνού, πόσο να’μεισκε για ελόγου του; Τα κατάφεραν , σπυρί –σπυρί και βήμα – βήμα διέσχισαν το Ανήλιο της Κουνιάς και βήκαν στο Δημόσιο δρόμο , σκαπέτησαν , έφτακαν το θέλωμα στο Παν-Ζάλογγο.
Από τη Λούτσα της Βέλλαινας όπου πέρασε ο Κίτσιος, ως απάνω στην Απιδιά που είναι τα Χειμάδια, δεν είναι μονοπάτι, είναι δρόμος κανονικός, περνάνε και αμάξια, πάνε τώρα κοντά 10 χρόνια όπου φτιάχτηκε. Χωματόδρομος , φαρδύς πέντε με έξι μέτρα, ξεκινάει από το Σέλωμα , φτάνει στο Γομονοστάλο, γυρίζει προς την Τσουμπάρα , Σελωματάκι, Σελιό , Νεράκι και καταλήγει στα Λειβαδάκια. Πως τα κατάφερε ο Τσιώμος πάλε , έκαμε τόσα έργα μέσα στο χωριό , έκαμε και εδώ τώρα , μια με το Δασαρχείο, μια με τη Νομαρχία , έβγαλε τελικά τη Μπουλντόζα και τέλειωσε ο δρόμος. « έτσι θα εκμεταλλευθούμε τα χωράφια μας έλεγε, να φυτέψουμε όλοι δέντρα καρποφόρα. Θα πηγαίνουμε στα γεράματα να μαζεύουμε καρύδια, κάστανα , ελιές και ότι άλλο, θα έχουμε μια σύνταξη σίγουρη ». Φως , νερό και δρόμο , άκρως αναγκαία φώναζε ο Τσιώμος. Δεν έδιναν και πολύ βάση στις κουβέντες του οι τζομπαναραίοι, και κατά βάθος δεν τον πολυήθελαν τον δρόμο, « …σε θιαμαίνομαι , έτσι θα κατατσακίζονται τα ζώα από τα αυτοκίνητα ….» έλεγαν. Αργότερα όμως κατάλαβαν τη χρησιμότητά του, όπου φέρνανε με φορτηγό τις ζωοτροφές στα μαντριά τους χωρίς να παιδεύονται πολύ, έρχονταν επί τόπου ο χασάπης να πάρει τα αρνιά, φορτώνανε την κοπριά τους και αργότερα οι νεώτεροι αγόρασαν και αυτοί αγροτικά αυτοκίνητα.
Υπόγραψε και ο Κίτσιος το χαρτί , όπου δεν έχει απαίτηση άμα έκοβε η μπουλντόζα κάναν όχτο απ’ τα χωράφια του άμα χρειάζονταν. Αλλά λαχτάρ’σε ο μαύρος , όταν είδε τον Τσιώμο μπροστά με την κλίτσα στο χέρι να δείχνει στον μπολντοζέρη να τραβήξει ίσια στη μέση στα γρέκια , να τα κόψει στα δυο, να χαλάσει το αλώνι και τη ζαεροκάλυβα και να βγει πέρα. « – Μωρέ που πάτε από δω, θα με ξετοπίσετε; Περάστε παρακάτω απ’ τη λούτσα και κάτω! » Που να τον ακούσουν αυτοί, «….είναι του Δημοσίου ο τόπος , δεν τάχετε εξαγωρασμένα τούτα…» Όντως εξαγορασμένο ήταν μόνο το Ίσιο της Απιδιάς, εδώ στα γρέκια τόχαν ανοίξει στην Κατοχή. Αλλά μη δεν ήταν τόπος για να γένει ο δρόμος; «… Όλο γύρω άδειος τόπος, απάνω στις καλύβες βαρείτε μωρέ;..» Δεν το χόραγε ο νους του . Τι να κάνει κ’αυτός συνενοήθ’κε με τα αδέρφια του , πήραν και τα παιδιά και τη Δευτέρα πρωί-πρωί στάθ’καν ορθοί μπροστά στ’ Αλώνι με ένα σκόπι ο καθένας στο χέρι. Αλλά ευτυχώς δόξα τω Θεώ δεν χρειάστηκαν ούτε σκόπια , ούτε φωνές, ο μπολντοζέρης τράβηξε λοξά και πέρασε ανάμεσα στη Λούτσα και στο Ίσιο , γλίτωσαν οι καλύβες του, έγινε και ο δρόμος .
Έφτακε στον Αη-Γιώργη ο Κίτσιος, έκανε τον σταυρό του και συνέχισε , δεν συνήθισε να κατεβαίνει στην εκκλησιά να ανάψει κερί ή καντήλι, που να τα καταφέρει αυτά τα λιανοφτύλια αυτός που απ’ τον πολύ κασμά και το τσεκούρι γίνανε τα χέρια χοντρά σαν φτυάρια , τ’αφήνει για την Κίτσαινα , άμα διαβαίνει. Ήταν παλιά , πολύ παλιά εκκλησιά εκεί κάποτε, μόνο ερείπια σώζονταν ως το 1973 , όταν φτιάχτηκε τούτος ο Αη-Γιώργης. Όπου να ξύχωνε κανείς κόκκαλα εύρισκε παντού τριγύρω , όλο τάφοι ήτανε. Έγραψε γράμμα τότε ο Λαμπρίδης, όπου έλεγε μέσα ότι όλοι οι παλιοί ιεροί χώροι πρέπει να αναστηλωθούν. Το διάβασε κι ο Κώστα – Μάνθος ( Μαρτίνης ) στην Αφρική, συγκινήθηκε και έβαλε χρήματα και τον τόπο , έβαλαν κι άλλοι και χτίστηκε εκεί ένα μικρό εκκλησάκι και λειτουργήθηκε για πρώτη φορά το 1974. Έμασαν όλα τα λιθάρια , όσα είχαν απομείνει , έσκαψαν εκεί στα θεμέλια τα παλιά και όπως έλεγε ο μαστρο – Γιάννης εύρισκαν και χρωματισμένες επιφάνειες και πορολίθια. Ίσως κάποτε να ήτανε μεγάλη εκκλησιά με θόλους και αγιογραφίες , ποιος ξέρει; Τότε δρόμος δεν ήτανε εκεί, τον άμμο και τα τσιμέντα με τα ζώα τα κουβαλούσαν . Τότε είχε και ο Θύμιος τσιμέντα και πούλαγε. Τα ξεφόρτωνε στου Μπέλλου το φορτηγό και άμα χρειάζονταν οι μαστόροι έβγαιναν σε μια ράχη και φώναζαν δυνατά: -Θύμιο , ωρέ Θύμιοοοο! Φέρε τόσα τσιμέντααα! Φόρτωνε τέσσερα τσιμέντα στα δυο γομάρια ο Θύμιος, έβγαζε κι αυτός το φράγκο. Μάλιστα και αλεύρι πούλαγε τότε. Θυμάμαι που το 74 με το Κυπριακό άδειασε το κατώι του σε μια ώρα από όλα τα τσουβάλια. Φοβήθηκαν οι καϋμένοι χωριανοί μη γένει πάλε όπως στην Κατοχή και τώρα δεν έχουν πια σπαρτά! - Φεύγα αρέντα είπε ο Κίτσιος στην Κίτσαινα , θα πιαστεί πόλεμος και θα μας λείψει το ψωμί! Μήνα ήθελαν και λίγο ; Ένα κουστό ψωμί την ημέρα , πέντε στόματα και ο σκύλος που έτρωγε για δυό!
Πριν ακόμα χτιστεί λοιπόν ο Αη – Γιώργης στο Σελιό, είχε χτίσει ένα εικόνισμα από τα παλιο-λίθαρα ο Κώστα –Χαρλάμης , μόλις παντρεύτηκε τη Χρύσω του Τάση – Ζώη. Τσιούπρα ήταν η Χρύσω , μικρή, όταν φύλαγε τα πρόβατα στου πατέρα της , εκεί από κάτω από τις Αληπότρυπες. Μόλις θέλωνε έβλεπε κάθε βράδυ ένα φως μέσα στα χαλάσματα , το είπε στον Κώστα και ίσια αυτός έφτιαξε ένα εικόνισμα , ν’ ανάφτουν το καντήλι κι έτσι δεν το ματάειδε εκείνο το φως η Χρύσω . Απορεί ο Κίτσιος με ταύτα , αλλά πάλε δεν τα απορρίπτει παντελώς αφού είδε θιάμα με τα ίδια του τα μάτια. Ήταν στα χρόνια της κατοχής ή ψίχα μπροστήτερα , θυμάται καλά γιατί ήταν γκουτζιά παιδί, όταν έπεσαν μαστάκια πλήθος στα σπαρτά. Ο πατέρας του είχε σπύρει βρίζα στην Απιδιά , και στο Ίσιο και στο Λακειά. Θαλά 'χε πάει ο ήλιος δυό βουκέντρες όταν 'κούστηκαν τα μαστάκια να κάνουν κάτου από τα Αμπέλια , διάβαιναν στη Βαρτόπα κάτου. Σιούσιουλο μαστάκια, μαύρισε ο τόπος , 'κούγονταν οπού έρχονταν και πίσω άφηναν μονάχα ξεραΐλα. Ότι πράσινο το κατατρώγανε.
Ούι Παναΐγια μ' φώναξε η μάνα, έρχονται τα μαστάκια, πάει η βρίζα μας! Βγαίνει ο πατέρας : Αϊ Κίτσιο , φεύγα γλήγορα με τη γομάρα στο χωριό, φώναξε τον παπά-Νικόλα νάρθει.....Κομάτια ο Κίτσιος , καβάλα στη γομάρα και βάρε με τις φτέρνες στα πλευρά , γύρισε σε μια κοματιώρα με τον παπά μαζί. Τα μαστάκια είχαν διαβεί στην Πλαταράχη, πάειναν γραμμή για το Ίσιο, για τη βρίζα. Άρχισε ο παπά- Νικόλας με το φχολόι και το θυμιατό....Τι να σας πω ωρέ παιδιά τέτοιο θιάμα δεν ματάειδα, λέει και ξαναλέει ο Κίτσιος, όσο να κλείσει κύκλα το χωράφι ο παπάς, λόξεψαν τα μαστάκια κατά του Μελίση κάτω , παν γραμμή για την Κλώστρα , πνίκαν στο ποτάμι.... Γλίτωσε η βρίζα τη θέρισαν , έμασαν και σάλιμα πολύ για να σκεπάσουν τα καλύβια , γιόμισαν με γένημα και το αμπάρι . Σύμπτωση λένε αυτοί που ξέρουν πολλά, αλλά η πίστη των απλοϊκών ανθρώπων ήταν τέτοια που δεν τους άλλαζες το μελό με τίποτα . Ούτε και ο γέροντα – παππάς είχε απαιτήσεις , μια τρίψα γάλα έφαγε στην καλύβα και άφησε την ευχή του. Έτσι πλερώνονταν τότε σε είδος. Λίγο γένημα, ή καμιά πλάκα τυρί , η λίγο μαλλί , ή ότι τέλος πάντων ότι είχε το κάθε σπίτι διαθέσιμο. Τι είχανε ; Ότι μπόρεγαν μοναχοί τους , ότι ήθελε παράδες ήτανε σπάνιο , που λεφτά τότε; - Δεν το θέλω γω το τσάι χωρίς ζάχαρη , έλεγε ο μικρός Θωμάς πριν ακόμα γένει δάσκαλος, στον παπου-Κίτσιο που του’χει τ’ όνομα αλλά δεν τον γρώνισε ο Κίτσιος, …..- δε μ’ αρέει χωρίς ζάχαρη! - Ά! Δεν ξέρεις εσύ, έτσι είναι πιο καλό , κοίτα πως μοσκοβολάει; η ζάχαρη του πέρει τη μυρωδιά, είναι για τους οι αγάδες, για τους μεγάλους, που ξέρουν αυτοί; Τι να να’ λεγε άλλο ο μαύρο – πάπους που όλη του ζωή την πέρασε στην ανέχεια και στην ασκητική ολιγάρκεια, το καλοκαίρι στο Φεντερίκο όπου είχε μια καλύβα από γκαρούτες και το χειμώνα στην Παλιοριά . Πέθανε τουλάχιστον χορταμένος , βγήκε στα Αμπέλια στο χωράφι του, έφαγε τη μισή αραποστένια κουλούρα του, ήπιε νερό από την κολοκύθα, έβαλε την υπόλοιπη στον κόρφο , κούμπησε στον όχτο και αποκοιμήθηκε για πάντα. Σε αυτήν την ολιγάρκεια μάλλον έμοιασε κι ο Κίτσιος τον πάππου του , δεν τον μέλει για πολλά , ούτε για παζάρια , ούτε για πανηγύρια, ούτε για γλέντια. Τον φτάνει που γυρίζει το βράδυ στην αγκωνή του , που χορταίνει το ψωμί πίνει πότε – πότε κι ένα τσίπουρο από το δικό του κι αγαλιάζει: - Ααααααιιχχχχ ….κος!
Τσίπουρο είχε όλα τα χρόνια , από το αμπέλι του. Αυτός το κλαδεύει ,το σκάβει , το βαρεί με γυαλόπετρα κάνα –δυο φορές κι ό,τι γένει. Βλαστολογήματα , κορφολογήματα και τρύγο τ’ αφήνει για την Κίτσαινα, αυτή παιδεύεται και με το λιγοστό και γλυκοπικρόξυνο κρασί ό,τι βγεί, ακόμα και το τσίπρο αυτή το φτιάνει , από ’κείνη τη νύχτα που είχε πάθει τη λαχτάρα, χρόνια τώρα. Ήτανε τότε που η Χωροφυλακή ήταν στο χωριό και το τσίπουρο όπως πάντα απαγορεμένο , το βγάζανε μόνο νύχτα. Περασμένα μεσάνυχτα ήταν όταν άκουσε να χτυπάνε την παλιά οξώπορτα. Φυκράσ’κε καλά ο Κίτσιος, μ’ έπεκαν τώρια είπε με το μελό του, έρθαν οι Χωροφλάκοι!. Κατατσακίστηκε να χαλάσει τα καζάνια, να τα κρύψει και αυτά και το τσίπουρο στο κατώι, με την ψυχή στο στόμα ήτανε , όταν χροοοοπ άνοιξε η πόρτα , ….ας γένει ότι θέλει τώρα συλλογίσκε παραδωμένος. -Μωρέ τι χωροφλάκοι ειν’ αυτοί που δεν κρένουν καθόλου και κοπανάνε μεσ’ στα σκοτάδια , ούτε φακός ούτε τίποτα! Γκραπ! Γκρούπ στα λιθάρια έρχονταν! Πέρει ένα δαυλί , βγαίνει όξω τι να ιδεί : το γομάρι του Νικόλα, το λυκογδαρμένο γύρισε μεσάνυχτα , τότε είχανε χωρίσει και το ’χε πάρει ο Νικόλας , αλλά αυτό ακόμα θυμόταν το παλιό του κατοικό, που να το σκίσει ο λύκος, ξίκει να γένει το τσίπρο κι η καλωσύνη του , είπε ο Κίτσιος από τότε!