Οι παλιοί Βλαχωρίτες που λέτε , δεν ξέρανε και πολλά γράμματα. Τα κατάφερναν λίγο με την ανάγνωση, έγραφαν και δυο αράδες , κάνανε και καμιά πρόσθεση με το ζόρι. Τι να σου κάνουν οι άνθρωποι, οι πιο πολλοί τσοπάνηδες ήταν , οργώνανε και σπέρνανε τα χωράφια τους, ίσια να τρώνε ένα τρίμα ψωμί. Αγώνας για την επιβίωση , που καιρός να εμπλουτίσουν και λίγο την παιδεία τους; Έτσι λοιπόν όπως έμαθαν από μικροί να ομιλούν στο χωριό αναμεταξύ τους , έτσι και έμειναν οι γερόντοι , δεν άλλαξαν ακόμα και όταν έφτασαν στην πρωτεύουσα για να ξεχειμάσουν στα παιδιά τους που δυο – τρεις δεκαετίες πλέον μετά τη γενική μεταπολεμική αποδημία , είχαν πιαστεί καλά στην Αθήνα, με σπίτια , μαγαζιά , εξοχικά, οικόπεδα , διασκεδάσεις, κοινωνικές σχέσεις , μια χαρά περνούσαν . Κάνανε καινούριες γνωριμίες, πηγαίνανε σε κοινωνικές εκδηλώσεις, κάνανε οικογενειακές επισκέψεις , βγαίνανε στις ταβέρνες, παίρνανε βεβαίως μαζί τους και τους γερόντους γονείς , και με περίσσια μάλιστα περηφάνια τους συστήνανε στους φίλους τους, όπου τόσα οι καημένοι είχαν τραβήξει στη βιοπάλη του χωριού. Κι αυτοί φυσικά βλέποντας την οικονομική πρόοδο των παιδιών τους χαίρονταν και καμάρωναν, και συμμετείχαν στις συζητήσεις στις παρέες, τα λέγανε και λίγο χωριάτικα και κάνανε γούστο οι νιότεροι, οικονομημένοι και καλλιεργημένοι .
Έτσι λοιπόν και με τον μπάρμπα –Χ…. , - γιορτάζει ο Γιάννης , του είπε ο γιος του ένα βράδυ , θα πάμε για χρόνια πολλά; -Θάρθω πως , απάντησε αμέσως ο πατέρας και στο λεπτό ετοιμάστηκε. Μπήκανε στο ολοκαίνουριο αμάξι και σε λίγο φτάσανε στο σπίτι του εορταζόμενου. Μέγαρο το σπίτι, να σαλόνια , να κουζίνα, δωμάτια , βεράντες , όλα ΛΟΥΞ! Πολλοί οι επισκέπτες, άφθονα τα εδέσματα και τα πιοτά, μάσα, κουβέντα, γέλια και χαρές. Όλοι κουβεντιάζανε, για όλα τα ζητήματα για τις δουλιές , για την πολιτική , για τα σπίτια τους και πολλά και διάφορα. Δεν άκουγε και καλά ο μπάρμπα -Χ …., τα λένε και λίγο Αθηναίικα τούτοι οι νέοι , πιο πολιτισμένα , προ πάντων οι γυναίκες της παρέας, με τα « Αμέ…» και « Καλέ..», αλλά τι να κάνει ήθελε κι αυτός να συμμετέχει, να ρωτήσει κι αυτός κάτι τις, να μάθει. Έτσι κάποια στιγμή όπου κόπασε κάπως η φασαρία , ξεθαρρεμένος κι αυτός ρωτάει τον απέναντί του που ήταν και κάπως πιο κοντά του ηλικιακά.
« .. εσύ τι φαμίλια έχεις;»
- Έχω τρία παιδιά , του απάντησε ό Αθηναίος.
« Τρία παιδιά; Να σου ζήσουν, παντρεμένα ;»
-Βεβαίως τα τρία παντρεμένα.
« - Α! Μπράβο! Έχεις και τρεις νυφάδες λοιπόν, τι λένε , είναι καλές; »
-Όχι τρεις νύφες , τρεις γαμπρούς έχω.
«…Τι έχεις; Τρεις γαμπρούς ; Τι είναι τα παιδιά σου μωρέ,
πού----ες είναι; »
Και όπως ήταν και λίγο βαρύκοος, βροντοφώναξε την απορία του , ώστε όλοι τον ακούσανε. Έμεινε σύξυλο ο συνομιλητής και συνάμα όλη η ομήγυρη. Αλλά προ πάντων ο γιος του γέροντα , που ένοιωσε πως τον έκανε ρεζίλι ο πατέρας του , μ’ αυτή του την αθυροστομία ! Άντε τώρα να του ξηγήσουνε ότι όλα παιδιά λέγονται τούτον καιρό είτε είναι κόρες είτε γιοι. Αυτός ο έρμος ήξερε απ’ το χωριό που λέγανε: « η τάδε γέννησε παιδί» και εννοούσανε αρσενικό τέκνο! Αν γεννιότανε κορίτσι λέγανε « έκανε τσιούπρα ». Έχω τόσες τσιούπρες και τόσα παιδιά , λέγανε όλοι και όλοι καταλάβαιναν. Τότε βρέθηκε ένας γραμματισμένος στην παρέα που ανέλαβε με τις γνώσεις του να υπερασπιστεί τον γέρο- χωριάτη:
-« Ξέρετε ο παππούς είναι επηρεασμένος από την Αρχαία Ελληνική γλώσσα , όπου οι πρόγονοί μας έλεγαν «ο παις» και «η κόρη» και εννοούσαν φυσικά , το αγόρι και το κορίτσι , που λέμε εμείς σήμερα. »
Ανακουφίστηκε κάπως ο γιός με την χοντράδα που ξεστόμισε ο γέροντας, ο οποίος πάντως δεν πολυκατάλαβε και συνέχισε να τους κοιτάζει με απορία και με χαμόγελο !