Ποιος γνωρίζει καλά τον τόπο μας; Ποιος ξέρει όλα τα δέντρα και τα κάθε είδους χορταρικά του χωριού; Κι ακόμα ποιον θα ρωτήσεις για τα ζώα , τα πουλιά , τα σέρπετα , τα έντομα και τα λογής – λογής ζουλάπια που συναντάς στη φύση της περιοχής μας; Πως λέγεται αυτό, τι συνήθειες έχει ετούτο, ποιο βγάζει αυτή τη φωνή , το σφύριγμα ήταν εκείνο, πότε φωλιάζουν και γενούνε, τι τρώνε , τι τρώγεται και τι όχι και ότι άλλο σου έρθει στο νου, ότι απορία καλέ μου φίλε, σαν βγεις στην οδοιπορία και συναντήσεις πράγματα άγνωστα ; Χωρίς καμιά αμφιβολία ο νους σου θα πάει στον ένα και μοναδικό: Αυτός είναι ο Νικόλας, που αν υπήρχε μια σχολή «Φυσιογνωστικής» οπωσδήποτε θα του άξιζε η έδρα του επίτιμου διδάκτορος κι ας μην έχει διπλώματα και περγαμηνές, πτυχία και δημοσιεύσεις . Έχει την ακλόνητη αυθεντία της εμπειρικής γνώσης που απέκτησε σταδιακά από την ώρα που σκόλασε το Δημοτικό Σχολείο και μπήκε στη δουλειά του ξωμάχου αγροτοκτηνοτρόφου, βλέποντας, παρατηρώντας , μελετώντας και απομνημονεύντας , οτιδήποτε έπεφτε στην αντίληψή του από τότε μέχρι και σήμερα στις περιπλανήσεις του στο φυσικό περιβάλλον του χωριού. Βέβαια θα μου πει κανείς , νά, είναι και ο Θωμάς που κατέχει πολλά, που μάλιστα σπούδασε στο Πολυτεχνείο και στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο, αλλά είναι κάποιες φορές που και αυτός ακόμα στον Νίκο κατέφυγε για να λύσει απορίες για κάποια πολύ εξειδικευμένα ζητήματα. Όπως τότε που δεν μπορούσε να αναγνωρίσει το βελανίδι που βρήκε κατά γης , σε ένα απρόσμενο σημείο, μακριά από κάποιο μητρικό δέντρο, φαίνεται έπεσε από το ράμφος κάποιας τρομαγμένης κίσσας που το μετέφερε πετώντας. Ξέρετε οι κίσσες είναι άθελά τους ο πιο καλός σπορέας και πολλαπλασιαστής του δάσους, γιατί πάντα παίρνει τον καρπό , είτε είναι βελανίδι, ή κάστανο, καρύδι ή κουκούτσι από κεράσι , δαμάσκηνο, κορόμηλο ,η μήλο και ότι άλλο τρώει αυτό το «αφορεσμένο» από το λαό πουλί , το παίρνει λοιπόν με το ράμφος του από το δέντρο που κάρπισε και το τρώει κάπου αλλού. Δεν είναι όμως λίγα αυτά που τους πέφτουν για κάποιο λόγο , την ώρα που πετούνε κι έτσι βλέπεις εκεί που δεν το περιμένεις π.χ. ένα κάστανο όπου καστανιά δεν βλέπεις πουθενά. Αλλά το παράξενο είναι ότι ποτέ δεν γυρίζουν να το ξαναπιάσουν , θα πάνε για άλλο. Κάποιοι λοιπόν από αυτούς τους σκόρπιους καρπούς γίνονται σπόροι και ξεφυτρώνουν δέντρα καινούρια. Έτσι λοιπόν βρέθηκε και αυτό το βελανίδι στα χέρια του Θωμά , που και αυτός όντας παρατηρητικός και δίνει πάντα σημασία στη λεπτομέρεια δεν μπορούσε να το αναγνωρίσει . Από τι είδος Δρυός προέρχεται; Το δείχνει λοιπόν στο Νικόλα και πήρε την εκπληκτική απάντηση : - Όχι μόνο από τι δέντρο είναι, αλλά θα σου πω και από ποιο δέντρο και όσο να πολυκαταλάβει ο Θωμάς τι εννοούσε, συνέχισε στη στιγμή: - Από το Μερόδρυ στο λάκκο στην Πλαταρράχη! Έλα τώρα να σου δείξουν ένα βελάνι από τα εκατομμύρια που είναι στο δάσος και να αναγνωρίσεις από ποιο δέντρο είναι ! Θέλησε να αμφιβάλλει ο Θωμάς , αλλά πάλι τον πρόλαβε ο Νίκος: -Aυτό το Μερόδρυ τα κάνει λίγο ποιο μεγάλα και ποιο στρόγγυλα! Τόχε προσέξει όταν περνούσε από εκεί κοντά , έβλεπε τα πρόβατά του να τα προτιμούν και παρατήρησε τη διαφορά , που όντως διαπίστωσε και ο Θωμάς εκ την υστέρων θέλοντας να επιβεβαιώσει τη διάγνωση.
Εντύπωση του έκανε τότε, αλλά σε λίγο καιρό πίστεψε πως θα του έπαιρνε το Δίπλωμα της «Πρακτικής Φυσιογνωστικής» , νομίζοντας πως έκανε ένα χοντρό λάθος. Ανέβαινε ο Θωμάς από το Σελιό περιχαρής με μια μακριά βέργα φρεσκοκομμένη, από αυτές που ραβδίζουμε τις καρυδιές, τέσσερα μέτρα θα είχε μήκος, στη σχάρα του αυτοκινήτου δεμένη. Πως έτυχε και είμασταν πολλοί εκείνη την ώρα στην πλατεία και ο Νικόλας μαζί, την «έκοψε» αμέσως τη βέργα και του λέει του Θωμά:
-Που την πας τη Μουρτζιά;
-Επ! Εδώ σε έπιασα , του απαντάει ο Θωμάς, είναι Πάλιουρας , δεν είναι Μουρτζιά. Στο παίρνω το Δίπλωμα!
Χαμογελάει ο Νίκος, πάει κοντά, την κοιτάζει καλά, την πιάνει στα χέρια του,την εξετάζει, τη μυρίζει:
-Μουρτζιά !
Όχι Πάλιουρας , όχι Μουρτζιά, στήνεται μια διαφωνία μεγάλου μεγέθους, τι να πούμε και μεις οι άλλοι που δεν είχαμε ιδέα, τίνος τη γνώμη να ασπασθούμε, στο τέλος βγήκε απόφαση να γίνει αυτοψία. Κατέβηκε η βέργα , έμεινε στο καφενείο και ο κάθε ένας αποφαίνονταν περί της μιας ή της άλλης άποψης.
(Tα ανθισμένα παλιούρια έλκουν πολύ τις μέλισσες και την Άνοιξη αρέσουν στα κατσίκια τα τρυφερά βλαστάρια τους, όμως τα αγκάθια είναι πολύ φοβερά για ότι μπλέξει μαζί τους )
Την επόμενη οι δυο διαφωνούντες με τη βέργα στα χέρια , βούρ! Για το Σελιό. Πήγαν στον τόπο όπου ήταν φυτρωμένη, ολόκληρη συστάδα από Παλιούρια εκεί, ούτε να πλησιάσει κανείς δεν μπορούσε καλά-καλά , ξέρετε τι φοβερά αγκάθια έχουν τα Παλιούρια. Αν τύχει και σκαλώσει το ρούχο σου , φόβος είναι να σχισθεί και να μείνει το μισό εκεί , σκαλωμένο. Είναι γνωστός ο μύθος ότι ο Πάλιουρας κάποτε ήταν έμπορος μεγάλος, πραματευτής, που γύριζε τα χωριά και φώναζε : Ωραία πράματα, ο Πραματευτής! Και είχε στην κασόνα του ρούχα λογής-λογής , να διαλέγουν οι κυράδες στα σπίτια. Όμως μια φορά έπεσε σε ληστές που του πήραν όλη την πραμάτια κι ο έρμος καταστράφηκε . Από τη στεναχώρια του παρακάλεσε το Θεό και γίνηκε Πάλιουρας και προσπαθεί να αντικαταστήσει τα κλεμμένα με ότι σκαλώσει στα φοβερά αγκάθια του! Να καταλάβετε οι παλιοί Βλαχωρίτες χρησιμοποιούσαν Παλιούρια για φράχτες στα χωράφια τους, τα κόβανε με το κασάρι και με μια μακριά ξύλινη διχάλα τα τοποθετούσαν δεμάτια – δεμάτια και φράζανε το χτήμα. Τώρα βέβαια στην εποχή μας που ερήμωσε ο τόπος όλος , γέμισε παντού από αυτό φυτό.
( Έχει και η Μουρτζιά αγκάθια και ο καρπός της είναι αυτά τα κόκκινα μπαλάκια , τροφή για τα κοτσύφια και άλλα πουλιά.)
Με προσοχή λοιπόν ζύγωσαν οι δυο αντίδικοι το σημείο όπου ακριβώς κόπηκε η βέργα και τι βλέπουν; Ανάμεσα στις βέργες του Πάλιουρα είχε φυτρώσει μια Μουρτζιά κι από τον ανταγωνισμό έβγαλε κι αυτή μακριές βέργες , ίδιες με τις άλλες γύρω της. Αγκάθια έχει ο Πάλιουρας, αγκάθια και η Μουρτζιά , εκεί που φύτρωσε εύκολο να τη μπερδέψεις! Δικαιολογημένα λοιπόν μπερδεύτηκε και ο Θωμάς , ο οποίος φυσικά έβγαλε αμέσως το καπέλο του, παραδέχτηκε την ανωτερότητα του Νικόλα και δεν ξαναήρθε σε κόντρα μαζί του για τέτοια ζητήματα. Όμως όσο και νάναι κρυφόκαιγε μέσα του η δίψα για να πάρει τη ρεβάνς, για τούτο τον κάλεσε σε μονομαχία μερικές φορές στον Αποκριάτικο Χάψαρη , μάταια όμως γιατί και σ’ αυτό το άθλημα ο Νικόλας είναι και παραμένει ο αδιαμφισβήτητος πρωταθλητής!
(Ο Νικόλας βλέπει το αυγό σαν έμψυχο πράγμα, λες και έχει μάτια, έτσι λοιπόν κάνει εντελώς τον αδιάφορα όταν αυτό πλησιάζει στο στόμα του , το οποίο το ανοίγει μόνο όταν είναι απόλυτα σίγουρος και τότε με μια αστραπιαία κίνηση , χάπ ! το αρπάζει με απόλυτη επιτυχία πάντα , γι αυτό και δικαιολογημένα θεωρείται πρωταθλητής στον Αποκριάτικο Χάψαρη)