Δυο φορές το χρόνο κατεβαίνουμε οι χωριανοί συνήθως για να λειτουργηθούμε κάτω στην Παναγία, στη Ζαγορά. Μια τον 15/αύγουστο και μια την Παρασκευή του Πάσχα, της Ζωοδόχου Πηγής. ’Κείνη τη χρονιά ήταν όψιμη η Πασχαλιά, πρώτη βδομάδα του Μαγιού, Μάης και καλός καιρός, με τη δροσιά και τα λογής – λογής λουλούδια, το τραγούδι των πουλιών κι όλη τη φύση να ξαναγεννιέται, χαρά Θεού . Πολλοί αποφάσισαν να κατέβουν , γιόμισε η μικρή Εκκλησιά , ήταν και κάμποσοι απέξω στον περίβολο παρακολουθώντας με κατάνυξη. Προχωρούσε η ακολουθία , “ Εξαιρέτως …..” εκφώνησε ο Λειτουργός ιερέας και έβαλε δυο σπυριά θυμίαμα , έπιασε το θυμιατό, “….της Παναγίας Αχράντου ..” κι άρχισε να θυμιάζει, « ντρίγκι – ντρίγκι» το θυμιατό μέσα από το Iερό και ξάφνου όλοι άκουσαν «ντρίγκι – ντρίγκι»…. άλλο θυμιατό απέξω! Το άκουσε κι ο παπούλης , ξαφνίστηκε λίγο, αλλά συνέχισε «…Υπερευλογημένης ενδόξου…» και συνέχισε με το θυμιατό να σκορπά στον αέρα το ευωδιαστό θυμιάμα και τον γλυκόλαλο ήχο από τα 12 κουδουνάκια του θυμιατού, αυτά τα κουδουνάκια που συμβολίζουν τα Άγια στόματα των 12 Αποστόλων , όπου τα Θεία Λόγια τους ακούστηκαν σε όλη την οικουμένη. Απόξω πάλι ακούστηκε και ο άλλος ο ήχος, ίδιος με θυμιατού κι ακόμα πιο καθαρός , σαν από μπρούτζινα καινούρια κουδουνάκια, « …μα το βλογημένο που το βρήκε το θυμιατό εδώ κάτω….» πέρασε από το μυαλό του παππά , το ’φερε τάχατες από το χωριό; Εννοούσε το μικρό παιδάριο, το γυιο του , που δεν ήταν σωστά 5 χρονών, αλλά όπως όλα τα σερνικά αυτής της ηλικίας, ασταμάτητο , ασιγούρευτο , δεν ξεχώριζε την Εκκλησιά από το σπίτι. Ότι έκανε ο πατέρας του, έκανε το ίδιο κι αυτός, « ..’Ανω σχώμεν τας καρδίας …» έλεγε ο παππάς, τροχάδην αμολιόταν αυτό από το χέρι της μάνας του της παπαδιάς αμπροστά στο Τέμπλο , σήκωνε τα χεράκια του ψηλά σαν τον πατέρα του, « …και έσται τα ελέη …» βλογούσε ο παππάς, έκανε κι αυτό πως σταύρωνε τον κόσμο ….και να τα γέλια οι γυναίκες. Το μάλωνε ο καϋμένος ο μπάρμπας - Σταύρος, το κυνήγαγε , πού αυτό να βάλει μυαλό , σε λίγο τα λησμονούσε όλα. Ποιός ξέρει τι σκαρφίστηκε πάλι ; συλλογίστηκε ο παππάς, αλλά δεν άργησε να γίνει ακόμα μεγαλύτερη η απορία του όταν το είδε μπροστά του πρώτο για τη Θεία Κοινωνία μόλις έψαλλε «Μετά φόβου Θεού…» κι απόξω το άλλο θυμιατό το σκοπό του « ντρίγκι – ντρίγκι….». -Παναγία μου ! τι είναι τούτο σήμερα;
Μόλις όμως ξαναπόθεσε το θυμιατό και εκφώνησε « …πάντοτε νυν και αεί…» κι ο λαός έκαμε το σταυρό του , είδε μια γνώριμη μορφή να σταυροκοπιέται κι αμέσως λύθηκε η απορία του. Ήταν ο Μάνθο-Ράφτης που ήρθε με το άλογό του από το Πάν’- Ζάλογγο και να που πρόλαβε την Λειτουργία. Τόχε τάμα να έρθει στο Βλαχώρι εκείνη τη χρονιά την Παρασκευή της Πασχαλιάς, να το κάμει Πανηγύρι. Πριν λίγους μήνες είχε κρεμάσει καινούρια καμπάνα στην Παναγία, μεγάλη, 70 κιλά , από τους Γαλανοπουλαίους στην Παραμυθιά και όταν έφερνε τα πρόβατα του στη Ζαορά το χειμώνα , νταν , νταν σήμαινε και την καμπάνα και ως πάνω στο χωριό και παντού ολόγυρα ακούγονταν ο ήχος της. Κι από κοντά τα πολλά κουδούνια του κοπαδιού του , ζωντάνευε ο τόπος, «… είχε βουβαθεί η Παναΐγια…» έλεγε ο ευλογημένος κι χαμογελούσε ευχαριστημένος φαρδιά – πλατιά. Σήμερα λοιπόν από το πρωί ταχιά , ετοίμασε το κοπάδι του , στόλισε και το άλογο με την καινούρια αρματωσιά, τη σέλλα , το χαλινό και τα καινούρια ζήλια στο λαιμό, αυτά που τα πέρασε για θυμιατό ο παππάς, το ετοίμασε σαν να πήγαινε σε γάμο. Πήρε και το κανίσκι του με το φρεσκοψημμένο αρνί και κίνησε. Σαν τον άνεμο σε μια κομματιώρα έφτασε στο Βλαχώρι , στη Ζαορά και σαν σκόλασε ο παππάς κι βγήκε έξω με το « Χριστός Ανέστη » είχε κι όλας στρωθεί στην τσιμεντένια τραπεζαρία Λαμπριάτικο τραπέζι , γιορταστικό , όλοι τον ευχόντουσαν και τον συγχαίρονταν κι αυτός χαμογελούσε ευχαριστώντας : «… Εγώ την Παναΐγια την έχω πιο πάνω από το σπίτι μου …» έλεγε και καμάρωνε.
( Γαμπροί πολλοί καμάρωσαν πάνω σ' αυτό το άτι, οπούχε τόσα χαϊμαλιά να μη το πιάνει μάτι!)
Πραγματικά έτσι ένοιωθε και λίγο αργότερα έκαμε κι άλλες δωρεές στην Παναγία της Ζαγοράς. Έστησε καμπαναριό και την ξεκρέμασε από το πουρνάρι την καμπάνα, έβαλε ολόγυρα στα κεραμίδια μεταλλικές υδρορροές και πλήρωσε έναν ηλεκτρολόγο να βάλει φως , μια λάμπα στο Ιερό, μια στους ψάλτες κι ένα καντήλι στην εικόνα της Παναγίας, φως από τον ήλιο , τούτο από τα καινούρια που τώρα βγήκαν. Ξεκίνησε μάλιστα και μια προσπάθεια να στεριώσει τους τοίχους οπού είναι χιλιορραϊσμένοι, τόσα χρόνια ξερολιθιές που να αντέξουν; Έτρεξε στον Περιφερειάρχη , στους Νομαρχαίους, στους Δημάρχους να βρει και καμιά πίστωση. Δεν πρόλαβε όμως , από τη μια τούτη η έρμη κρίση, τον μπόδισε και η αρρώστια και τα γεράματα από την άλλη , δεν πρόλαβε…..
Σαν έλαβα την είδηση προχτές, έτρεξα κάτω στη Ζαορά, σιγουρεύτηκα, είδα το καντήλι του αναμμένο, φώτιζε γλυκά το πρόσωπο της Παναγίας και τι θιάμα ; Μου φάνηκε αληθινά πως άκουσα εκείνα τα ίδια τα ζήλια και τα χαϊμαλιά « ντρίγκι- ντρίγκι » να κουδουνίζουν και το άλογο ωσάν τον άνεμο να χάνεται , όχι τούτη φορά κατά το Παν’-Ζάλλογγο , μα πιο ψηλά , ακόμα πιο ψηλά…..