TA KOKKINA ΣΚΑΡΠΙΝΙΑ
Την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία , από το 1950 και μετά δηλαδή , άρχισαν οι άνθρωποι της υπαίθρου κάπως να ξανασαίνουν λίγο. Ήταν τότε που έφτανε στο χωριό λογής- λογής βοήθεια από το εξωτερικό , θες τα σανίδια της «Στέγασης» όπου σε πολλά σπίτια τότες αλλάξανε τα στραβά και σκληρά δρύινα πατώματα με ξύλινα καινούρια, σανίδες «τσάμικες» και φτιάξανε και χωρίσματα στο εσωτερικό, ήταν και κάτι τρόφιμα που στέλνανε , πολλοί ακόμα θυμούνται το σκονόγαλο και τα παράξενα εκείνα τυριά που άλλο από τη δικιά μας τη φέτα οπού πάντα ήταν γιομάτη από τα μικρά, άσπρα και ζωηρά σκουληκάκια , τα πηδούλια, δεν ήξεραν, άσε και τα παράξενα εκείνα ρούχα και παπούτσια που μοίραζαν στις οικογένειες, ακόμα την αναγορεύουν την ΟΥΝΤΡΑ (UNRRA ήταν το σωστό) οι παλιοί , την ποικίλη δηλαδή βοήθεια που βεβαίως όχι χωρίς ανταλλάγματα πήρε η Πολιτεία από τους ξένους λαούς. Ένοιωσαν λοιπόν οι καημένοι και πολύπαθοι χωριάτες μια κάποια ανακούφιση και άρχισαν να κάνουνε και κάποια σχέδια για τα παιδιά τους , όχι μόνο να φυλάνε τα σφαχτά, μα δειλά-δειλά άρχισαν να τα στέλνουν να μάθουν και γράμματα. Έτσι και ο Νικόλας Δ. σαν τέλειωσε ο μικρός ο Γιάννης το σχολειό αποφάσισε να τον στείλει στο Γυμνάσιο στην Παραμυθιά. Αλλά πρώτα έπρεπε να δώσει εξετάσεις , αν θα περάσει. Αλλά να μην τον ντύσουνε και να τον ποδέσουνε κάπως; Αμ’ πως έτσι όπως έφερνε γύρα στο χωριό , έτσι θα πάεινε και στην Παραμυθιά ; Παράγγειλε στον Κίτσιο που τον είχε γαμπρό από ανιψιά καινούριο παντελονάκι και σακκάκι από ύφασμα «ρετσίνα» που στο χωριό τέτοια ράβανε όλοι τότε. Μετά είπε η μάνα « - πως θα το στείλουμε το παιδί με αυτά τα σωμένα τα γαλότσια;» Κι αμέσως της ήρθε στο μυαλό οπού κάπου είχε αναμερίσει κάτι κόκκινα σκαρπίνια που είχαν πάρει παλιότερα από την ΟΥΝΤΡΑ. Τα βρήκε , τα δοκίμασε ο Γιάννης , έμπαιναν τα ποδάρια του μέσα, καλά φαινότανε , αλλά από κάτω στις σόλες τι σόι τακούνια μακριά ήταν αυτά , πώς να περπατήσει το παιδί έτσι; «Θα τα σιάσω εγώ τώργια είπε πατέρας» και αμέσως πήρε τα σύνεργα. Τότε όλοι οι πατεράδες ήξεραν και λίγο τσαγκαρική τέχνη, συχνά μπαλώνανε τα παπούτσια , άσε που κάποτε φτιάχνανε μόνοι τους και κάτι χοντροπάπουτσα από λάστιχα αυτοκινήτων που πολύ σπάνια έπεφταν στα χέρια τους, η ακόμα και από ξύλο. Πριόνισε λοιπόν με προσοχή τα τακούνια , τα έκοψε και τα πέταξε και κάρφωσε από κάτω ένα κομμάτι λάστιχο στο καθένα από άλλα παλιά γαλοτσένια. Τα φόρεσε ο Γιάννης και του φάνηκε σαν να πετάει , ήταν και κόκκινα , του άρεσαν πολύ. Σαν ήρθε λοιπόν η μέρα τον πήρε ο πατέρας και πήγανε στην Παραμυθιά, συννενοήθηκε που θα μείνει , τι θα φάει, υπολόγισε τα χρήματα , έδωσε και κάτι λίγες δραχμές του Γιάννη να έχει. Σαν σιγουρεύτηκε κίνησε για το χωριό, τόσο βιός είχε εκεί , δεν μπορούσε να κάτσει άλλο στην Παραμυθιά. Οι εξετάσεις κρατήσανε δυό- τρεις μέρες, έγραψε καλά ο Γιάννης και στην έκθεση ακόμα καλύτερα, αφού το θέμα ήταν « Η πανήγυρις του Χωριού μου». Του ήρθαν στο μυαλό πολλά για το πανηγύρι του Αϊ-Δημήτρη, οπού ήταν η παλιά Εκκλησιά του χωριού, οπού έρχονταν οι συγγενείς από τα άλλα χωριά, τα τραγούδια και οι χοροί, οπού μαγείρευε η μάννα νόστιμο γιαχνί και έφτιαχνε κρεασόπιττα και άλλες ακόμα πίττες κι έδιναν και στα παιδιά κι ένα ποτήρι κρασί από το δικό τους. Βγήκανε τα αποτελέσματα , όπως τα περίμενε ο Γιάννης ήτανε, κι όλος χαρά έτρεξε με τα άλλα παιδιά οπού παίζανε εκεί από κάτω στην αλάνα ποδόσφαιρο με μια παλιομπάλα. Κλωτσήσανε όσο μπόρεσαν, ίδρωσαν , κουράστηκαν , χορτάσανε και σαν ήρθε η ώρα , πήρε τον ανήφορο ο Γιάννης για το πρακτορείο, να πάρει το λεωφορείο για το χωριό. Εκεί πήρε το μάτι σε μια άκρη κάποιος άνθρωπος γυάλιζε τα παπούτσια του σε έναν λούστρο. Ρίχνει τα μάτια του στα δικά του παπούτσια , δεν φαινόταν το κόκκινο χρώμα καν από τις σκόνες και τα χώματα. Θα τα βάψω κι εγώ συλλογίστηκε. «-Πόσα θέλεις να μου τα βάψεις;» ρώτησε το λούστρο. – «Μια δραχμή» και τα κοίταζε με περιέργεια , μη μου ζητήσει παραπάνω συλλογίστηκε ο Γιάννης έτσι χάλια που τάκανα, τι τα κοιτάζει έτσι, και αμέσως έκλεισε τη συμφωνία , είχε δυο δραχμές στη τσέπη θα του έμενε και μία. Αμέσως ο λούστρος έπιασε δουλειά,τα έτριψε όσο μπόρεσε για να φύγουνε οι λάσπες , έβγαλε από το κασελάκι και λίγο γυαλιστερό βερνίκι, τα έτριψε με γρήγορες επιδέξιες κινήσεις και χαίρονταν ο Γιάννης που τα έβλεπε να παίρνουνε το χρώμα τους και στο τέλος του φάνηκε πως γυάλισαν πιο καλά κι από καινούρια και καμάρωσε και με μεγάλη ικανοποίηση έβγαλε κι έδωσε τη δραχμή στο λούστρο. Κι εκεί που ήταν έτοιμος να απομακρυνθεί και να σουλατσάρει λίγο ακόμη, για να βλέπει κι ο κόσμος τα κόκκινα σκαρπίνια του , τι θα τούλεγε ο φαρμακόγλωσσος: -«Αυτά τα παπούτσια μωρέ παιδί είναι γυναικεία»! Ωχ τι ήταν αυτό που άκουσε! Έφυγε η γη κάτω από τα πόδια του! Τόσες μέρες να φοράω γυναικεία παπούτσια ; Γρήγορα βρήκε μια γωνία εκεί στο καφενείο του Πρακτορείου, έκατσε σε μια καρέκλα και στριφογύρισε και τα πόδια από κάτω να μη φαίνονται και νόμιζε πως τον κοιτάζουν όλοι και γελάνε με αυτόν! Χρόνος ολάκερος του φάνηκε όσο νάρθει το λεωφορείο και τότε βρήκε μια στιγμή με τους λιγότερους ανθρώπους τριγύρω και βιαστικά ανέβηκε, γρήγορα – γρήγορα βρήκε τη θέση και κουλούριασε τα πόδια από κάτω. Μα να μη του πει ούτε ή μάνα , ούτε ο πατέρας ότι είναι γυναικεία! Τι ρεζιλίκι ήταν αυτό Θεέ μου! Σαν έφτασε στο χωριό πετάχτηκε αμέσως έξω , τροχάδην , δεν στάθηκε καθόλου στου Μπέλλου και κατευθείαν μόλις έφτασε στο σπίτι έβγαλε τα καταραμένα σκαρπίνια με μίσος από τα πόδια του , τα εξαφάνισε παντελώς, τα πέταξε μέσα στη χούνη, στη μεγάλη άπατη σπηλιά που ήταν στο χασίλι, εκεί που κρύβανε σε άλλους καιρούς τα πράματα του σπιτιού για να τα γλιτώσουν από τους επιδρομείς μα τώρα ήταν άχρηστη πια και ήθελαν να τη γιομόσουν, μέσα εκεί λοιπόν καταχωνιάστηκαν κι αυτά κι ξαναφόρεσε εκείνα τα γαλοτσένια τα παλιά , οπού είχε πρώτα……