Τούτες τις μέρες έλαβα μια είδηση που με στενοχώρησε αρκετά. Μια από τις καλύτερες μαθήτριες της τάξης μου δε θα είναι του χρόνου κοντά μας. Η αναγκαστική μετάθεση της μητέρας της σε πρεσβεία του εξωτερικού, θα μας στερήσει την αγαπημένη της παρουσία και θα φτωχύνει την τάξη μας από τα ομολογουμένως εξαιρετικά προσόντα αυτού του παιδιού. Έλλη, το όνομά της, με ρίζες από το δικό μας Τσαμαντά.
Είναι πολλές φορές ως τώρα που θαύμασα τις χάρες αυτού του παιδιού. Όχι τόσο εκείνες που έλαβε από τη γενναιοδωρία της φύσης, δε με εντυπωσιάζουν τέτοιες δωρεές, αλλά κυρίως αυτές που οφείλονται στη δική της άοκνη προσπάθεια κι ακόμη περισσότερο στης ψυχής της το μάλαμα. Μυαλό από τα λίγα και ταυτόχρονα επιμελής σε εκπληκτικό βαθμό, μα πάνω απ όλα σεμνή, ευγενική και μετριόφρων. Καμία έπαρση για τις επιδόσεις της στα μαθήματα. Καμία υπεροψία απέναντι στους αδικημένους από τη φύση συμμαθητές της. Φίλη με όλους και αγαπητή από όλους. Ετούτο το διαμάντι, που φυσιολογικά και δίκαια θα κρατούσε του χρόνου τη σημαία του σχολείου μας, θα πετάξει του χρόνου για τη μακρινή Γερμανία. Ορφανή δε θα μείνει η σημαία, κάποια άλλα χεράκια θα την κρατήσουν περήφανα. Ορφανοί θα μείνουμε εμείς, οι δάσκαλοι και οι συμμαθητές της. Θα μας λείψει πολύ.
Και θα της λείψουμε κι εμείς. Οι φίλοι της, οι γνώριμες γωνιές του σχολείου, τα οικεία πρόσωπα των δασκάλων, οι συνήθειες της κάθε μέρας και τόσα άλλα αγαπημένα εντός και εκτός σχολείου. Ξέρω από προσωπική πείρα τι σημαίνει ξεριζωμός και δεν μπορώ να μη στενοχωριέμαι για όσα σε λίγους μήνες θα πρέπει η γλυκιά μου Έλλη να αντιμετωπίσει. Ξένη ανάμεσα σε ξένους. Άγνωστη και απομονωμένη. Δίχως των φίλων της την αγάπη και των δασκάλων της την αναγνώριση. Με τον αναπόφευκτο φόβο και φοβία του μετανάστη. Με χιλιάδες απορίες που κάθε στιγμή θα βάζουν τρικλοποδιές στην αυτοεκτίμησή της. Θα πρέπει να δώσει σκληρή μάχη για να αποδείξει ποια είναι και να κερδίσει συμπάθειες στο νέο περιβάλλον. Έτσι είναι γραμμένο στο φύλλο πορείας του κάθε μετανάστη. Να ματώνει και να ποτίζει με δάκρυ πικρό το μονοπάτι της ξενιτιάς μέχρι να δει λουλούδια να ανθίζουν. Αν δει. . . Για μερικούς μόνο τσουκνίδες και αγκάθια είναι ο δρόμος στρωμένος.
Κάποτε, στην ηλικία της Έλλης ήμουν κι εγώ, πορεύτηκα το ίδιο μονοπάτι. Βλαχώρι Παραπόταμο στην αρχή. Κι έπειτα Αθήνα. Ακολουθώντας κι εγώ τις μεταθέσεις των γονιών μου. Για τους μεγάλους, ίσως και να είναι επιλογή να αφήσουν τον τόπο τους και για άλλα λιμάνια να βάλουν ρότα. Τα παιδιά όμως δεν τα ρωτά κανείς. Κι όταν εκείνα ρωτούν το \"γιατί\", δύσκολα βρίσκονται ικανοποιητικές απαντήσεις. Τα ξέρω αυτά, τα γνώρισα από πρώτο χέρι. Και βλέποντας τα ματάκια της Έλλης μου, πονάω προκαταβολικά για όσα την περιμένουν. Θα αντέξει? Θα καταφέρει να δώσει με επιτυχία τον αγώνα της? Πώς και τι να κάνω να θωρακίσω την ψυχούλα της, φρούριο απροσπέλαστο να γίνει στις πίκρες που η ξένη γη θα της φορτώσει?
Γερμανία. Μόναχο. Μοναχό, κατάμονο και το κοριτσάκι μου. Τη σκέφτομαι την πρώτη μέρα, την πρώτη ώρα, στο νέο σχολείο. Κλαδάκι ξεριζωμένο σε περιβόλι άγνωστο. Να σπαράζει η ψυχούλα της, να τρέμει το χειλάκι από την αγωνία. Θέλω τόσα να της πω, τόσα να της μάθω στο λίγο καιρό που μας μένει. Να τα έχει μαζί της φυλαχτό εκείνες τις πρώτες, τις πιο δύσκολες ώρες. Αυτές τις ώρες που μόνο όσοι τις έζησαν ξέρουν τι Γολγοθάς είναι. Οι άλλοι, με περισσή αφέλεια, φαντασιώνονται ανύπαρκτους παραδείσους, τύφλα να χουν οι μουσουλμάνοι και τα πιλάφια τους. Τι να τους πεις? Χριστιανικά και με μακροθυμία τους προσπερνάς με ένα «ου γαρ οίδασι».
Μα αλήθεια, υπάρχει άνθρωπος που δε γνωρίζει πως το ψωμί της ξενιτιάς είναι πικρό? Υπάρχει τόσο αφελής (για να μιλήσω ευγενικά) που δεν άκουσε, δεν είδε ποτέ, τον καημό του ξενιτεμένου? Τρομάζω να σκεφτώ τις παρωπίδες που φοράν τέτοιες ψυχές, μα δεν τους αδικώ. Άθλημα είναι, από τα πλέον δύσκολα, του άλλου ο πόνος να σε πονά. Τα ξένα προβλήματα να σε αγγίζουν. Δεν τους παρεξηγώ λοιπόν όσους δε νιώθουν, δε χαμπαρίζουν. Μακάριοι, λέω, οι πτωχοί τω πνεύματι. Κι ας είναι τούτη η φτώχια στην καρδιά και όχι στο νου. Χαμένος χρόνος και ανώφελος να ασχοληθείς μαζί τους. Τελεία και παύλα, λοιπόν. Έχω την Έλλη μου εγώ να σκεφτώ. Και να πονέσω.
Και δίπλα στην Έλλη, φέρνω τη Βασούλα. Και τον Κωστάκη και τη Νόπη. Παιδιά στα 18 τα γνώρισα. Τη Βασούλα τη θυμόμουν κι από παλιά. Βαφτιστήρα της μάνας μου, μαζί μεγαλωμένες, μέχρι που μας την πήρε μακριά η Γερμανία. Ναι, ξέρω από τούτα τα παιδιά, τι καρτερεί την Έλλη. Και όταν φτάσει εκεί και όταν γυρίσει πίσω. Τους θυμάμαι και τους τρεις, καλοκαίρι του 85, στην Ηγουμενίτσα. Μαύρες οι ψυχές τους απ όσα έζησαν στα ξένα. Πιο μαύρες, ίδιο κατράμι, απ αυτά που βρήκανε γυρίζοντας. «Ξένοι εκεί, ξένοι κι εδώ.» Δεν την ξεχνώ την κουβέντα τους. Δεν ξεχνώ και τα καυτά τους δάκρυα. Η Βάσω δεν άντεξε. Γύρισε πάλι πίσω. \"Καλύτερα ξένη στα ξένα παρά ξένη στην ίδια την πατρίδα σου.\" Τουλάχιστον εκεί δίκαια βιώνεις την ξενιτιά σου. Εδώ, στον τόπο σου, πώς να κρατήσεις τον πόνο της απόρριψης?
Χρόνια μετά, έπεσε στα χέρια μου γραμμένη σε βιβλίο μια ίδια, ολόιδια ιστορία. Τόσο κοινή και όμοια πικρή για κάθε μετανάστη. «Σε ξένες γειτονιές» ο τίτλος. Της Αλεξάνδρας Πασχαλίδου. Εκείνης της όμορφης κοπέλας που πέρασε κομήτης από την τηλεόραση της Ελλάδας. Δεν άντεξε. Έφυγε κι εκείνη. Πίσω και πάλι στις ξένες γειτονιές. Σ αυτές που την πλήγωσαν και τη φόρτωσαν με εφιάλτες ακόμη και για τη ζωή της. Να το διαβάσετε τούτο το βιβλίο. Αξίζει. Είναι κατάθεση ψυχής. Να νιώσετε, όσο μπορεί ο καθένας, τι πάει να πει ξενιτιά. Και να γνωρίσετε ποια ευδαιμονία και ανάπτυξη βιώνουν οι μετανάστες. Παρίες και απόκληροι, στο περιθώριο της κοινωνίας που ποτίζουν με τον ιδρώτα τους. Και πάντα ξένοι και ανεπιθύμητοι. Κι εκεί, στη δεύτερη πατρίδα, κι εδώ, στην πατρίδα που εύκολα τους ξεχνά και τους διαγράφει.
Ναι, είναι μεγάλη αλήθεια ο στίχος του τραγουδιού: «Ξένε ποιος είναι ο τόπος σου, και ποια πατρίδα έχεις?» Κι ακόμη μεγαλύτερη αλήθεια τα βουβά στόματα που απάντηση δεν έχουν. Μόνο μάτια βουρκωμένα και καρδιές άδειες. Ξένοι κι εκεί, ξένοι κι εδώ, ξένοι παντού. Χωρίς πατρίδα.
Τούτα συλλογίζομαι τις μέρες αυτές σαν βλέπω το κεφαλάκι της Έλλης μου να σκύβει στα βιβλία. Ψάχνω λύση, πόρο να διαβώ, μίτο να δέσω στην ψυχούλα της να μην την καταπιεί ο λαβύρινθος της ξενιτιάς. Να μην τη συντρίψουν οι Συμπληγάδες. Και στον πηγεμό και στον ερχομό.
Για το Στέλιο, το τρυφερό πουλάκι που το χάσαμε στη μάχη της επιστροφής, δεν αντέχω ακόμη να μιλήσω. Μου φτάνει μόνο να τον θυμάμαι για να γελώ πικρά κάθε που αστόχαστες ακούγονται κουβέντες για τους ανύπαρκτους παράδεισους της ξενιτιάς. Είπαμε, ου γαρ οίδασι.
_________________________________________<br><br>Η δημοσίευση επεξεργάστηκε από: Μαρία Λ, at: 25.03.07 01:44