Πολύδροσο Θεσπρωτίας

Το Πολύδροσο είναι ένα μικρό χωριό του δήμου Παραμυθιάς Θεσπρωτίας που βρίσκεται στα όρια των Νομών Θεσπρωτίας και Ιωαννίνων.

Χτισμένο στις πλαγιές του ποταμού Καλαμά μέσα σε ένα καταπράσινο περιβάλλον δικαιολογεί απόλυτα το σημερινό όνομά του μιας και οι άφθονες πηγές του αλλά και τα δέντρα που το περιβάλλουν, του χαρίζουν τη δροσιά κάθε εποχή του χρόνου.

Η απόσταση από την Ηγουμενίτσα είναι 42 χλμ και από τα Ιωάννινα 50 χλμ. Από την Αθήνα η διαδρομή μέσω Ιωαννίνων είναι 500 χλμ. και από τη Θεσσαλονίκη 330.

Μια μέρα - Μια εικόνα

ΑΡΤΟΚΛΑΣΙΑ 2016
View Image Download
ΑΡΤΟΚΛΑΣΙΑ 2016
View Image Download
ΑΡΤΟΚΛΑΣΙΑ 2016
View Image Download
ΑΡΤΟΚΛΑΣΙΑ 2016
View Image Download
ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣ...
View Image Download

Του Κίτσιου οι συλλογισμοί καβάλα στον Κανούτο

  • ΠΠΔ
  • Το Άβαταρ του/της ΠΠΔ Συντάκτης θέματος
  • Επισκέπτης
  • Επισκέπτης
12 Χρόνια 10 Μήνες πριν - 12 Χρόνια 10 Μήνες πριν #3015 από ΠΠΔ
( αφιερωμένο στην εκδήλωση για τον Μήτση- Μήτση)

Ααααααααιιιιιι!!!......δυο ώρες ακόμα όσο να ξημερώσει και ακούστηκε το μακρόσυρτο χασμουρητό του Κίτσιου μέσα στο μουχλερό πρωινό, όλη νύχτα νερόχιονο και αντάρα απόψε ήτανε. Σηκώθηκε αγάλια – αγάλια και πήρε το μασιά , σύμπησε κάπως τα μισοσβησμένα κάρβουνα στη γωνιά και βγήκε όξω. Σαν γύρισε έφερε ένα μεγάλο κούφαλο από τη θυμωνιά, βρεμένο είναι, και κάνα-δυό τσάκνα στεγνά, σε δυό λεπτά θέριεψε η στιά στο τζάκι, έκατσε κι αυτός στο κούτσερο παραστιά. Συνάμα σκώθ’κε κ’ η Χρήσταινα , πάει νίφτηκε ψίχα, γύρισε άναψε το καντήλι, είναι γιορτή σήμερα , έχει σταυρό το ’μερολόγιο, σταυροκοπήθηκε κι αυτή κοιτώντας τα ’κονίσματα και ίσια τοίμασε τον τζιουβέ στη χόβολη να πιούνε καφέ. Σαν γίν’κε καλά η φωτιά, έβαλε την πυρωστιά και απάνω το μπακιρένιο κατσαρόλι με νερό . Πήρε βράση το νερό και έριξε μέσα τον τραχανά ανακατεύοντας με το ξύλινο χουλιάρι, μη τσικνώσει στον πάτο. Τούτο το κατσαρόλι σιούτο , χωρίς αρβάλι, το ’χει από το μπάρμπα της, δώρο στο γάμο , χουλιάρες φκιάνει ο Κίτσιος ένα σωρό , διαλέει τά ξύλα, από γκορτσιά τα περσότερα και τα σκαλίζει αυτός καλά, τα πετυχαίνει.
-Είναι καλά τώρα , έχουμε το νερό όξω στην πόρτα . Αλλοιώς έπρεπε ίσια, ταχιά – ταχιά να πάς με τη βουτσέλα στη βρύση στο Μεσοχώρι να φέρεις νερό, της είπε ο Κίτσιος, ας είναι καλά αυτοί που ενέργησαν, γίν’καν αίτιοι να γένει το υδραγωγείο , γρώνιζαν και κόσμο πολύ , τάχαν καλά και με την Κυβέρνηση τότε, έβγαζαν λεφτά, έκαμαν έργα πολλά στο χωριό.
-Αμ και το φώς λίγο τόχεις, γκαβωθήκαμαν με κείνες τις λάμπες, όλην ώρα θέλαμαν πετρέλαιο, αρέντα στο μαγαζί , άσε πό ’σπεναν και τα λαμπόγυαλα , δεν κόταγες να τα κουμπήσεις άμα καπνίζονταν.
- Ωρέ χόρτασε ο κοσμάκης κρύγιο νερό το καλοκαίρι, με τούτα τα ψυγεία, άσε που κόβομε ένα σφαχτό, το βάζομε μέσα , τρώμε κριγιάσι ως πέρα. Άει φέρε γύρα να πουλήσεις δυο – τρία ποδάρια κρέας, ποιος θα πάρει; Άλλος το θέλει έτσι , άλλος αλλοιώς, όλοι κάνουν κόκγξες.
- Αυτοί το ’φεραν και το φως ; τώρα θα μας βάλουν και τηλέφωνα κάπως είπαν σιαπάνου, έρθε ένας Ρουμάνος να μετρήσει.
- Όχι μωρ’ χαμένη το φως, τόφερε ο Παπαδόπουλος όταν ανάλαβε, είχε σκοπό να φκιάκει και δρόμο την ακροποταμιά απάνου, σε θιαμένομαι , καλύτερα που δεν γίν’κε , εκεί θα μας αντραλέβονταν τα ζώα , κομμάτια γένονται άμα βλέπουν αμάξι.
Κατόπι έπεσε ο Παπαδόπουλος, έρθ’ ο Καραμανλής , άρχισε η εξέλιξη. Σταματήσαμαν να σπέρομε ,πουλήσαμαν τα βόγια , δόκαμαν και το μ’λάρι. Τώρα μας δίνουνε και την ΕΟΚ, που φ’λάμε πρόβατα, τόσα φράγκα για κάθε πρατίνα, ψίχα λιγότερο για τις γαίγες.
-Για μ’ αυτές τις παράδες πέρομε καλαμπόκι για τα ζώα, πέρομε και τριφύλλι , δεν ξεπλατίζεσε πλιο με την κόσα, όλο το Μάη και το Θερτή να κόβεις χορτάρια απ’ τα Λειβαδάκια ως το Παλιομονάστηρο. Κόβεις πάλε ψια άγριο στο Βαρκό.
- Το άγριο το θέλομε , ταΐζομε τα στείρα και τα κριάρια άμα τα χωρίζομε το χειμώνα , τα λυκογδαρμένα δεν σταματάνε άμα τραβάν γλήγορα οι προβατίνες και χάνομε το γάλα, βάζομε και στα γομάρια ψια άγριο .
- Εμείς πομείκαμαν με τα γομάρια, δυο εμείς , από δυο και τα αδέρφια σου, αν είναι και ακόμα κανα-δυό , οι τζουμπαναραίοι λένε θα πάρουν αυτοκίν’τα τώρα. Τώρα που βήκε ο Αντρέας, θα τ’ςου βγάλει και βιβλιάρια να πέρουν φάρμακα τζιάμπα!!!
- Πούθε να ’βγαιναν οι παλιοί , δε θα πίστευαν με τα μάτια τους, αυτοί δε χόρταιναν μπομπότα καλαμποκίσια, εμείς ταΐζομε τα πράματα με ταύτη. Δεν είχαν ένα φράγκο να ανάψουν κερί στην Εκκλησιά οι γερόντοι οι μαύροι τότε, τώρα οι τζουμπαναραίοι πάνε με αμάξια, και συ μου λες και για βιβλιάρια υγείας. Θα μας βγάλουν αλήθεια, μούειπε ο ο νούνος σου , ξέρει αυτός γραμματέας είναι, πάεινε τα τομάρια στα Γιάννενα εχτές πρωί – πρωί, τον βρήκα στου Μποτσήρη και του τάβαλα στα μεσοσάμαρα , μου είπε για τα βιβλιάρια. Δίνει το κράτος γραμμή , σ’όλους δίνει παράδες , πούθε βρέθκαν τόσα λεφτά ωρ’ Χριστιανή μου ;
Σκιάζομαι θα τα χαλέψουν μια ώρα απ’ τα παιδιά μας διπλά……




Μέσα στη προβατοκάλυβα ο Κίτσιος έβαλε ταϊστρα και τα ζώα τρώνε καλαμπόκι, που ήταν ακριβοθώρητο για τους παλιούς!

Εν τω μεταξύ ο τραχανάς έβρασε, έτριψε μέσα η Χρήσταινα κομμάτια ψωμί , από το πιο ξερό που’χαν στην ψωμοθήκη , έτριψε και μισή πλάκα τυρί μέσα, έβαλε και το τηγάνι στην πυροστιά , έκαψε το λάδι καλά, έριξε με την ουρά του κουταλιού και κόκκινο πιπέρι και τσιαζζζζ!! στην κατσαρόλα έκαψε τον τραχανά, το θυμάμαι και μου φαίνεται πως μου μυρίζει τώρια. Ω! μ’αυτόν τον τραχανά στυλωθήκαμαν , πρωί – πρωί όλο το χειμώνα , μας έκαιγε στο γκιόξι όσο να τον χλαπακιάσομε με τη μανία που τον είχαμαν. Στο λεπτό αδειάζαμαν το πιάτο, και αρέντα στο σκολειό , με την τσιάντα στο ένα χέρι και στο άλλο ένα ξύλο για τη σόμπα .
Έβαλε στα πιάτα , του Κίτσιου του γιόμισε ένα πιο βαθύ , τσίγκο τόλεγαν, σαυτό του βάνει και τη φασουλάδα και το γιαχνί για να χορταίνει καλά, έμεινε και κάμποσο , τόβαλε στο γκαμπράτσι να το πάρει κοντά. Τον άδειασε τον τσίγκο ο Κίτσιος, αυτή ακόμα να βάλει το κουτάλι μέσα.
- Άιντε φάει , τι συλλογιέσαι και κα’εσε;
-Για αναγόρεψες τα παιδιά , και μ’όρθε στο μελό ο μικρός, με τούτον το χειμώνα , που είναι το ; ακόμα γράμμα δεν έρθε , δεν κάνει κρύγιο εκεί, δε φυσάει αγέρας , που πάεινε στα καράβια, Παναΐγια μ’ φύλαξέ το, δε μά’κουε με τίποτα , γένου μωρέ ένας δάσκαλος τούλεγα , τίποτα αυτός. Πάει εκεί στη θάλασσα….. και γύρισε το βλέμμα κατά το παραθύρι σκουπίζοντας τα δάκρυα. Απ’ την ώρα που πήρε την απόφαση να πάει στα καράβια εκείνο το παιδί και όσα χρόνια έκατσε σ’ αυτά, τζουρρρ! το δάκρυ η μάνα . Και τάξε στην Παναΐγια, και άναψε καντήλια , και να κεριά και προσευχές, και να γράμματα με παράπονο και ολοένα μέσα σ’αυτά μανουσάκια του Μισο-Σαράκοστου και κλωνιά βασιλικό απ’ του Σταυρού για φυλαχτό.
-Για άστα τώρα αυτά , δεν είπαμαν τώρα έχει μεγάλο ταξίδι , από την Αυστραλία θα έρθουν στην Ευρώπη , γύρα – γύρα την Αφρική, δυο μήνες ταξίδι, δεν έγραψε έτσι στο γράμμα που πήραμαν, μη μας πάρει και τηλέφωνο μωρ’ καϋμένη μου , αν τα φκιάσει ο Ρουμάνος ως τότε !!! της είπε να την ηρεμήσει λίγο, άει σήκου τώρα να σιάσεις τα σακούλια.
- Θα καρτερέσω γω απ’ το Ρουμάνο , αφού δε μάκουσε, να γένει ένας δάσκαλος….Ήταν στα χωριά εκείνα τα χρόνια τα παλιά που ήταν αυτή στο σκολειό, ο δάσκαλος σαν προύχοντας να πούμε, έπερνε μισθό κάθε μήνα, την Κυριακή στην Εκκλησιά , κάθε βράδυ στο σπίτι, ρούχα καθαρά , εκτίμηση στο χωριό , δουλειά μεγάλη. Όχι σαν τον Κίτσιο της μέσα στη λάσπη του μαντριού κάθε μέρα , στο κρύο , στο χιόνι , στη βροχή , νύχτα να φέει , νύχτα νάρχεται , άσε που παλιότερα δεν έρχονταν στο σπίτι ούτε τη νύχτα κάποτε. Μια ήταν γέννος, μια είχαν σκάρο, κάποτε φύλαγε και το καλαμπόκι από το γουρούνι, κάθονταν αυτή μοναχή της.
Όσο να τοιμάσει λοιπόν τα σακούλια , στο ένα το γκαμπράτσι με τον τραχανά, στο άλλο μισό κουστό ψωμί, λίγο τυρί, στο άλλο το παγούρι με το νερό , έφερε ο Κίτσιος τα γομάρια, τα σαμάρωσε , τους έριξε και από ένα χειμωνάπιδο να τα καλοπιάσει, φόρτωσε και δυο μισοτσούβαλα καλαμπόκι στο ένα, στο άλλο έβαλε τα σακούλια και τις κάσες με νερό για να πλύνει κάνα αγκειό αν χρειαστεί , έτοιμος ήταν σχεδόν στο φέξιμο, πήρε το σκόπι , την ομπρέλλα , το πέτσινο καπέλο με τα αυτιά και κίνησε μέσα στο νερόχιονο και την αντάρα για το Χειμάδι.




Το μαντρί , η προβατοκάλυβα και η ανθρωποκάλυβα του Κίτσιου στο Γομονοστάλο, στέκουν ακόμα εκεί μάρτυρες μιας άλλης ζωής

Τούτον τον δρόμο τον κάνει πρωί βράδυ χρόνια και χρόνια τώρα, φόντας θυμιέται τον εαυτό του, δεν έλλειψε ποτές, δεν ξέρουν τα ζώα από άδειες και διακοπές ,από γιορτές και πανηγύρια. Ούτε και να αρρωστήσεις δεν προλαβαίνεις, τι θα κάνεις θα κάτσεις ξάπλα στο σπίτι άμα έχεις προστήλασμα ή άρμεμα; Τι θα να’λεγες τώργια! Ζωντανό βιός, από τον άνθρωπο καρτερεί, σε κοιτάν στα μάτια και βηλιάζουν. Ούτε με τα χιόνια , ούτε με τα χαλάζια έχει καρτερεμό, όλα να γένουν πρέπει. Αυτά έχει στο νου του ο Κίτσιος γιαυτό και δεν ήθελε ποτέ τα παιδιά του να κάτσουν στο χωριό. Οι περσότεροι από τους συνομηλίκους του έφυγαν ταξίδι. Δούλεψαν , έκαναν λεφτά , έζησαν καλά. Λίγοι έμειναν στο χωριό και παιδεύονται ως τα γεράματα. Κόντεψε κι αυτός μια φορά να φύγει, είπε τη σκέψη του μια μέρα στο Γιανν-Αγκέλη κάτω στο Κουφολόγγι εκεί που φύλαγαν τα πρόβατα. -Μην πας π’θενά χαμένε του’πε ο μακαρίτης, η Γερμανία για κανα – δυό χρόνια είναι , που θα πάν εδώ θελάρθουν πάλε! Έκατσε κιαυτός και φύλαξε τα πρόβατα αν και είχε μάθει και τέχνη . Ράφτης παλιακός, με τα μάλινα τα σκουτιά, τρία χρόνια στο Μαλούνι, στον Πέτρο και τον Λεωνίδα Μούκα. Όταν σκόλασε το σκολειό, 12 χρονών ήτανε , τον πήρε ο πατέρας του , ρίχκαν στον πόρο στο Χαλίκι πέρα από το ποτάμι κι από την Κατω-Καρυά, ίσια πάνω στο Μαυρομάλουνο. Έτσι τόλεγαν το χωριό τους οι Μαλουνιώτες το χειμώνα , ψόφαγαν από το κρύο, τους θέριζε ο χιονιάς και τα ξύλα ήτανε λιγοστά , όλο τούφες πουρναρίσιες έκαιγαν. Ο Κίτσιος όλες τις αγγαρείες του σπιτιού αυτός τις έκανε . Τι στα ξύλα, τι στα μανάρια τα λιγοστά πούχαν, τι στη βρύση για νερό και αυτό λιγοστό ήτανε, δεν το χόρταιναν οι Μαυρομαλουνιώτες,. Αλλά πιο πολύ γινατόνωνταν άμα τον έβαζαν να φ’λάει το μωρό , ένα κούτσικο που είχαν. Στα κρυφά τόπιανε και καμιά τσίμπα για να σκούζει αυτό, να το κρατάει καμιά βάβω. Οι βάβες ήξεραν το κόλπο, τα σύχαζαν τα παιδιά, τους έδιναν τσιότσιο μάτσιαλο και αυτά λάρωναν. Τότε δεν υπήρχαν πιπίλες που είναι σήμερα, αναμασούσαν ένα κριτσιέλι ψωμί με κανα ριζάρι που τους είχε μείνει , που δόντι στο στόμα, τόδεναν κόμπο στο μαύρο το κεφαλομάντηλο και τόβαναν στο στόμα του παιδιού να του βυζαίνει, αυτό ήταν ο « μάτσιαλος » . Τέλος πάντων , το κολακαίρι κορδώνονταν οι Μαλουνιώτες , είμαι απ’ τ’ Ασπρομάλουνο απάνταγαν , άμα τους ρώταες, γιατί δεν είχαν ανάγκη τότε , δροσιό κάργα το βουνό. Έβγαινε και ο Κίτσιος καμιά φορά εκεί στον Αηλιά γύρισμα και αγνάντευε το Βλαχωρίτικο , του ράιζε η καρδιά. Έβλεπε τα μαντριά τους , άκουγε τα κουδούνια , τα χουγιατά και τα σαλαΐσματα των χωριανών και των δικών του , λαχτάραγε ο μαύρος. Πέρασαν τα τρία χρόνια, πλέρωσε τα δίδαχτρα σε καλαμπόκι απ’ τη Ντράζανη ο πατέρας του, έμαθε κι αυτός την τέχνη , ραφτική, την άσκησε λίγα χρόνια. Όμως μετά το ’50 άλλαξαν τα ρούχα, βήκαν τα υφάσματα και τα καινούρια σκουτιά, τα έτοιμα , πάνε τα σεγκούνια και τα σουλ’βάρια . Την παράτησε και τη ραφτομηχανή, που την είχε αγοράσε στην Κατοχή με κάμποσες οκάδες καλαμπόκι από τη Λεφτοκαρυά και τη γλίτωσε κρυμμένη ψιλά σε ένα πουρνάρι. Φύλαξε τα πρόβατα, έσπερε και τα χωράφια , έτρωγε η φαμίλια ένα κομμάτι ψωμί. Φράγκο στη τζέπη που να μείκει , πούλαγαν λίγα αρνιά με το ζόρι, τάπερνε ο Ζώτος όσο – όσο, άμα ήταν φτωχά δεν τα μάλαζε, άμα ήταν παχιά έκοβε όσο μπόρεγε . Του τάδινε ,τι νάκανε; Να πιάκουν ψια γάλα , να φανε κι αυτοί, που τότρωγαν πολύ όπως όλοι οι Μητσ’χηταίοι, να βάλουν και τυρί, βούτηρο και άρμη .



Τα καρδάρια του Κίτσιου και όλα τα σύνεργα της παραδοσιακής τυροκομικής στη θέση τους , τι καρτερούν άραγες;

Άμα είχε αυτά το σπίτι και το αμπάρι ήτανε γιομάτο στάρι δεν τον έμελε κοντά . Ήταν εκείνο το αμπάρι σάμα νάχε παράδες στην Τράπεζα , κ’ ανώτερω ακόμα. Άμα γιόμιζε, δυό χρονιές ψωμί θα νάχαν, τσιούκ στο κατώι , άνοιγαν τη αμπαρότρυπα, γιόμιζαν τα σακιά ,τα γομάρια και πρωί – πρωί στο μύλο στην Αβαρίτσα , ως το βράδυ πάλε πίσω. Ψωμί με ιδρώτα και κόπο πολύ. . Από πάνω είχαν και το λύκο , έκοβε και αυτός που και που κάνα σφαχτό. Τούτος ο τόπος είναι για να τον ζιούμε εμείς , όχι αυτός εμάς. Γι ταύτο δεν ήθελε με τίποτα τα παιδιά του να κάτσουν στο χωριό. Μόνο τώρα τελευταία κάπως μπερδεύκε λίγο ο Κίτσιος. Βήκε τούτη η ΕΟΚ, επιδότηση σου λέει τόσες δραχμές το ζώο, πόσα είναι τα γαλάρια τόσο για την κάθε προβατίνα, επιλέξημα τα λένε αυτά. Να φλας πρόβατα και να σου δίνουν και λεφτά από πάνου! Δεν είχε ματαγένει. Πήραν ένα τρίμα ανάσα οι τζουμπαναραίοι! Άσε που άλλοι πιο έξυπνοι απ’ αυτόν πάν και παίρουν δάνεια από την Τράπεζα , φκιάνουν τάχαμ κάτι μονάδες , κάνα δυο χρόνια, τα παρατάν κοντά και γκιορεύουν πέρα- δώθε. Χορταίνουν τα ζούδια και τα όρνια. Και πόσοι άλλοι γραβατωμένοι θα΄χαν φάει ένας Θεός ξέρει πόσα. Ποιος δίνει σε ποιον λογαριασμό , τις οίδε; Αυτά συλλογιέται ο Κίτσιος καβάλα στον Κανούτο πολλές φορές και λέει « σκιάζομαι τούτα τα τρίμματα που δίνουν στ’εμάς μη τα πλερώσουν καμιά ώρα τα παιδιά διπλά και τρίδιπλα…»
Συνημμένα:
Last edit: 12 Χρόνια 10 Μήνες πριν by ΠΠΔ.

Παρακαλούμε Σύνδεση ή Δημιουργία λογαριασμού για να συμμετάσχετε στη συζήτηση.

Περισσότερα
10 Χρόνια 10 Μήνες πριν - 10 Χρόνια 10 Μήνες πριν #3099 από ΠΠΔ
( ..συνέχεια )
Ετούτη τη διαδρομή την κάνει χρόνια και χρονάκια, κάθε πρωί από το σπίτι στο Λάκκο-Τσιόγκα, στα Λιθάρια , στη Βρωμορήγανη, στις Λακκιές των Τσιαματαίων, στο Παλιοκόνισμα, Αϊ-Γιώργη, Σελωματάκι, Βαθειλακκιά , Γουμενοστάλο. Το βράδυ αντίστροφα , χρόνια και ζαμάνια και το καλοκαίρι δυο φορές τη μέρα. Ως το 1983 μετακίναγε το κοπάδι του , ξεχειμαδιό στην Απιδιά, καλοκαίρι στο Στερνάρι. Σαν πέρναγε ο Απρίλης ανάλογα με τον καιρό μάζευε όλα τα συμπράγκαλα , γενική κινητοποίηση , έβγαινε στο βουνό. Είχε πολύ τόπο εκεί , στο Στερνάρι και στο Μοναστήρι. 11στρέματα μονάχα στο Στερνάρι και άλλα 3 στο Μοναστήρι είχε ξαγοράσει ο πατέρας του από τον αγά.





(Στο Στερνάρι σώζεται ακόμα η ανθρωποκάλυβα , γιατί τη συντηρούσε ο Θύμιος που έβοσκε τα ζώα του εκεί, έβαλε τσίγκια καινούρια και στέκεται καλά. Πρώτα είχε σάλιμα για στέγη , άλλά κάηκε όταν λαμπάδιασε από φωτιά που πήρε και πάρα λίγο να καούν ζωντανοί ο Κίτσιος με το Βαγγέλη. Ήταν αγέρας κακός έναν Οκτώβρη και έστριζε ο γέρικος δέντρος από το φύσημα . Βγήκαν όξω σαν από φώτιση - « ….μωρέ θα πέσει να μας πλακώσει; » , το λόγο δεν απόσωσαν ξεριζώθ’κε ο δέντρος, απάνω στην καλύβα, λαμπάδιασε, κάηκε. Την ξανάφτιαξαν αμέσως με κάτι παλιολίθαρα. Τρεις γενιές ποδάρωσαν στο Στερνάρι.)

Είχανε χωράφια και στην Κόκκινη , στο Φειντερίκο, στο Κατήδρομα στο δρόμο για Ποντίκι και στη Μυγδαλιά λίγο , στα ριζά της Μιλιορράχης. « - Θεέ μου και Παναΐγια μ’ πως τα προλαβαίναμαν όλα τον παλιό καιρό, με τόσο τόπο σπαρμένο! » σκέφτεται ο Κίτσιος. Τόσα χωράφια στο βουνό , αν βάλεις και αυτά στη Βασιλική, στα Αμπέλια , στο Βαρκό, στην Απιδιά, στα Λειβαδάκια και τέλος στη Ντράζανη; Τι να κάνει ο έρμος ο ξωμάχος; Νύχτα σε νύχτα στο ποδάρι ήτανε και ο άντρας και η γυναίκα και τα παιδιά από 4-5 χρονών , ναι δεν είναι ψέμα , από τόσο μικρά πρόσφεραν έργο στο σπίτι. Θα φύλαγαν κάτι τις, μα τα ζυγούρια, ή τα γελάδια , ή τα μεγαλύτερα το ίδιο το κοπάδι. Όλες οι φαμίλιες είχαν παιδιά πολλά τότε , νάναι χέρια στο σπίτι, τα χέρια είναι πάντα διπλά απ’ τα στόματα! Ναι , οι παλιοί τα είχανε κάπως σαν αναλώσιμα τα παιδιά , χρειαζούμενα, νάναι πολλά , θα χάνονταν και κανένα , ή από αρρώστια ή από πείνα, ή από κακοπέραση.
Ήτανε μια βολά , μολόγαγε ο Κίτσιος, απάνω στο Στερνάρι μπροστά από την Κατοχή , νύχτωσε κι ο μικρός ο Βάγιος ο αδερφός του δεν γύρισε στην καλύβα, ήταν με τα γελάδια , ποιος ξέρει που ξαστόχησε με τίποτε μπουρμπούλια, γιατί δεν συζητάμε για παιγνίδια , αλλά και αυτά τα μπουρμπούλια ( κάνθαρος ο κοινός ) τι γούστο είχανε! Μαζεύανε τις κοπριές , μπάλα στρόγγυλη τις κάνανε και σπρώχνανε , ζιούπα – ζιούπα με τα παιδάρια π’σώκωλα στη φωλιά να τις χώσουν μέσα. Μόλις κάνανε μια απόσταση τις γύριζαν πίσω τα παιδιά , άντε πάλι ο έρμο - μπούρμπουλας να κουβαλάει απ’ την αρχή! Χάνονταν με τις ώρες τα παιδιά , έτσι κι ο Βάγιος έμεινε, δεν έγειρε στην καλύβα. Την άλλη μέρα είχανε θέρο, κουβάλημα , άρμεμα, «…. θα γυρίσει μαναχό του μωρέ !.....) . Αμ δε γύρισε το απόγιεμα, ούτε τη νύχτα όλη, ανησύχησε λίγο η μάνα , αλλά της κλείσ’καν τα μάτια από την κούραση. Την άλλη μέρα χαράματα άκουσαν απάνω στις Βελανιδιές του Ρεπέλλα φώναζε ο Βάγιος , 4 χρονών να είτανε; -« ….Γιώγια ειμαι ‘γώ!....»
-« Άει! Πουτσαράγκο, έλα κάτου γλήγορα !...» , φώναξα ο πατέρας γελώντας τρανταχτά, τι έφαγε , τι έπιε , πως ξημέρωσε δυο βράδυα, ο Θεός ξέρει . Ούτε φίδια , ούτε μπιτσιλιάκους λογάριασαν ή άλλο ζουλαπικό αν θα τον πείραζε δυο νύχτες όξω! Πραγματικά γλύτωσε από αυτά , όμως άνθρωποι τον φάγανε στα 22 του χρόνια. Ήτανε τότε στα καταραμένα χρόνια του εμφύλιου , το καλοκαίρι του ’48. Ένα τμήμα του στρατού είχε στρατοπεδεύσει στη ράχη του Φειντερίκου, ήτανε έφεδροι, Γεροσοφούληδες τους λέγανε. Φυλάγανε εκεί για τους αντάρτες, για την ομάδα του Κόκκορη που δρούσε στην περιοχή. Πήγαινε ο Βάγιος με τον μικρότερο αδερφό του τον Βασίλη πάνω στους φαντάρους, τους δίνανε αυτοί καμιά σταφίδα, πιάνανε την κουβέντα , κάθε μέρα , φίλοι γίνανε. Τη νύχτα της 6 του Αλωνάρη τους αιφνιδιάσανε οι αντάρτες με μια αστραπιαία επίθεση , τους ξετοπίσανε. Τέτοιο φόβο πήρανε οι Γεροσοφούληδες που ένας τη νύχτα διάβηκε το Μέγα Λάκκο στη Βλίντζα, γκρεμοτσακίστηκε για να γλιτώσει και ξημέρωσε στου Φωτεινού . Οι αντάρτες όμως δεν τους κυνήγησαν παρά ανασυντάχτηκαν στην κορφή του Φειντερίκου . Τα παιδιά άκουσαν τη φασαρία της νύχτας , βγήκανε απάνω την άλλη μέρα να ιδούν τι γίνηκε. Είδαν από μακριά ησυχία, πλησίασαν , τους πιάσανε οι αντάρτες : « Θα σας πάρουμε μαζί μας , να βοηθήσετε τον αγώνα » τους κρατήσανε εκεί.
Πριν το μεσημέρι ξεκίνησαν σε φάλαγγα κατ’ άντρα , βρήκαν και τον Τάση – Ζώη ( Μαρτίνη ) , τον πήρανε για οδηγό. Από το Μοναστήρι πήρανε το δρόμο για το Ποντίκι και από κει θα πιάνανε τα όρη της Παραμυθιάς και τη Βρυζάχα, λημέρια του Κόκκορη. Όταν πια το μεγαλύτερο μέρος της φάλαγγας σκαπέταγε στη ράχη πάνω από το Ποντίκι, ζωηρός ο Βάγιος « ευκαιρία να τους φύγω το λάκκο το Ποντίκι κάτω », συλλογίστηκε, είχε ακουστεί που οι αντάρτες παίρνουν μαζί τους τα παιδιά, ποιος θέλει με το ζόρι να φύγει από τη φαμίλια του; Ένας αντάρτης μονάχα ήταν πίσω του , όταν νόμισε πως ήταν ευκαιρία ξεχύθηκε τον κατήφορο. – « Σταμάτα, θα ρίξω…. » ούρλιαξε βλαστημώντας ο αντάρτης, που να σταματήσει ο Βάγιος. Μπροστά του ένας πεσμένος κορμός του έκοβε το δρόμο, δεν σκέφτηκε να χωθεί από κάτω , θα γλίτωνε, παρά προσπάθησε να τον υπερπηδήσει …..εκεί δέχτηκε τη ριπή. Τα είδε και τα άκουσε όλα ο Βαγγέλης , o 12/χρονος αδερφός του, από τις Παλιοστάνες αντίκρυ και ακόμα θυμάται. Μαζεύτηκαν εκεί μερικοί αντάρτες του βγάλανε τα χοντροπάπουτσα που φορούσε, τα πήρανε και δώσανε αναφορά στον Κόκκορη, που είπε στον πάππου –Τάσση : « Τον σκοτώσαμε . Θα μας έκανε ζημιά!... ».





( σώζεται ακόμα ο πέτρινος σταυρός , τον πελέκησε ο μαστρο – Γιάννης Τσόδουλος , μπάρμπας των παιδιών, σκάλισε και τα γράμματα στην επιγραφή….)
Ο άλλος αδερφός , ο Βασίλης ακολούθησε, του δώσανε και όπλο, αλλά κάποια στιγμή τόσκασε πέρα από τα μέρη της Ντουσκάρας και σε λίγο καιρό γύρισε στο Βλαχώρι. Κακή τύχη όμως πριν περάσουν έξι μήνες πάτησε μια νάρκη εκεί πάνω και όσο να τον πάνε στη Βροσύνα που είχε κλιμάκιο γιατρών ο στρατός, ξεψύχησε από την αιμορραγία. Έτσι τρίτωσε το κακό στην οικογένεια των Τσερβαραίων, πρώτος είχε χαθεί ο πατέρας, το ’43. Ήτανε όταν γίνονταν αψιμαχίες, στη Μποτίσντα της Λευτοκαριάς οι Αμίτες, από δω στο ’51 οι Εδεσίτες. Κίνησε αυτός για το Μύλο του Ντάβανου σφυρίζοντας πρωί – πρωί.
- «Μη πας , είναι κίντυνος, του είπε ο πρωτοξάδερφός του ο Γάκη – Ποστόλης που ήτανε τότε νερονόμος στη Ντράζανη. Όλη νύχτα ρίνανε ντουφέκια από δώ και από κεί.»
- « Τι έχουνε με τε μένα να με βαρέσουν, τα παιδιά μου δεν είναι π’θενά ανακατωμένα » , ήτανε τα τελευταία λόγια που είπε ο Γληγόρης. Στη δεύτερη διαδρομή με τη σχεδία όπου κουβάλαγε το καλαμπόκι για το μύλο που ήτανε στη σμίξη της Λαγκάντσας τον πήρε η σφαίρα και έπεσε στο νερό. -« ….έγδαρε τα χαλίκια με τα νύχια ο μαύρος …..» μολόγαγε ο Γκέλη – Μάκος, στην ακροποταμιά ξεψύχησε. Κοντά ήταν η Αγιο-Παρασκευή η Ντραζανίτισσα. Εκεί τον έθαψαν χωρίς παππά. Αργότερα πήγε ο Κίτσιος με το μουλάρι στο Βερνίκο και πήρε τον εκατόχρονο παπα-Δημήτρη , έκαμαν ένα Τρισάγιο να ’συχάσει η ψυχή του. Μαύρα χρόνια. Ως τότε δεν είχαν δυσκολευτεί, είχαν σφαχτά πολλά, γίδια , πρόβατα ,γελάδια, είχε γένει και στο Βαρκό το ξερικό καλαμπόκι 1200 οκάδες, δεν πείνασαν στην Κατοχή. Φόντας χάθ’καν όμως τρεις ψυχές μαύρισε η φαμίλια και αχολόησε ο τόπος από το μοιρολόι της μάνας.
Ο Νικόλας παντρεύτηκε εκείνη τη χρονιά, έφυγε από το σπίτι και εγκαταστάθηκε στο Αμπελάκι, πήρανε τον σπιτότοπο του Κώστα – Σιώζου, τον πούλησε ο γυιός το ο Λάκης , όλα τα πούλησε όταν έμεινε πεντάρφανος και μοναχός , έφυγε από το χωριό, αν και πάντα ερχόταν σαν μαραγκός και δούλευε. Έμεινε η Μάνα , ο Κίτσιος και ο Βαγγέλης. Έκαμαν μάλιστα και μια πρώτη μοιρασιά το 1950. Έκαμαν 4 μεράδια και με τέσσερα ξυλάκια έκαναν «σκουρτίτσα» ό,τι έτυχε στον καθένα. Ο Κίτσιος , που έγραφε καλύτερα , έγραψε και «συμφωνητικό» , το τήρησαν σαν Ευαγγέλιο, ποτέ δεν τσακώθηκαν , δεν ’κούστηκαν στο χωριό ποτέ.





( Συμφωνιτικό τη < 6 > Αυγούστου 1950
η Μάννα βαστάει δια λόγου της Γούρα στρογγυλή μπιτσιακούλι, Νικόλας το νυσή στα λειβαδάκια, Βαγγέλης Ξεροπλατόνια ρέστα , από σπίτι , Χρήστος όλο το στρωτό και αχούρι, σπίτι Αμπελάκι του Νικόλα, κήπος Μόκους εξιμυσίας με το Βαγγέλη, σπίτι….της Μάννας και Βαγγέλη, Νικόλας πέρνη ένα βόδι και το γομαράκι, Μάννα ένα δαμάλι και τη Γομάρα, Βαγγέλης το δαμάλι με το τσοκάνι, Χρήστος ένα βόδι, Χρήστος πέρνη το μουλάρι αξίας <10 ½> λίρες, Βαγγέλης τη γελάδα αξίας <4 ½> λίρες, Νικόλας το γομάρι αξίας 6 λίρες, Χρήστος γυρίζει ρέστα στους δυο από το μουλάρι,στο Νικόλα μια λίρα, στο Βαγγέλη 2 ½ λίρες, Νικόλας χρεωστή 1 ½ λίρα στο Χρήστο από το Αμπελάκι, μια την κλινη στο Γομάρι υπόλοιπη μισή να λάβη ο Χρήστος. Μηχανή αξίας < 9 > λίρες δίνει στο Νικόλα < 3 >λίρες, < 2 ½ > μετρητήςκαι μυσή που θέλη ο Νικόλας στο Χρήστο κλίνοντας. )

Αργότερα μετά από 15 χρόνια αφού παντρεύτηκαν και οι δυό και έκαμαν οικογένειες , ξαναμοίρασαν τα υπόλοιπα με το Βαγγέλη , χωράφια και ζωντανά, αυτός πήρε τα γίδια , ο Χρήστος τα πρόβατα και ακόμα κρατάει η συμφωνία .
Ένα ξάφνιασμα το γομαριού διέκοψε τους λογισμούς του, το λυκοπλυμένο πως δεν τον γκρέμισε αλλότελα, ξαφνίζεται στα καλά του καθουμένου, κόντεψε μια φορά να τσακίσει τον πλάτη από το γκρέμισμα , στο δρόμο στου Μποτσήρη. Εκλογές ήταν και έγραψαν οι διάολοι στην άσφαλτο κατά γης « ΑΒΕΡΩΦ ΝΙΚΗ » , το γομάρι γράμματα δεν ξέρει , φίδια τα πέρασε και ρίχ’κε τ’αψήλου μην τα πατήσει , πάρτον κάτου τον Κίτσιο μ’ όλο το φόρτωμα. Τούτο το μικρό έχει καλό ποδάρι αλλά ξαφνίζεται, το μεγάλο πιο πολύ τόχει για φορτία. Λένε πως άμα μείνουν « ρουγκάτσικα » τα γομάρια έτσι ξαφνίζονται . Δηλαδής άμα δεν πετύχει καλά το ευνούχισμα , το « τσοκάνισμα ή βάρεμα » όπως λένε για αυτά. Κάθε ζώο έχει τον δικό του τρόπο ευνουχισμού, πολύ χρειαζούμενη πρακτική αυτή για τους τσοπαναραίους. Στα τραγιά και στα κριάρια έχουν το «στρίψιμο» στα γατιά κα τα σκυλιά το « ξεμουνούχισμα» , στα χοντρά το «τσοκάνισμα ». Αυτή τη δουλειά την κάνουν μονάχοι τους, που κτηνίατρος , ή καιρός για να τον βρούνε . Ο μεγάλος αδερφός ο Νικόλας έχει ειδικότητα , άμα χρειαστεί να «τσοκανίσουν» κανέναν γάιδαρο στο χωριό , αυτός είναι πλέον μόνο που τα καταφέρει . Βάρβαρη πρακτική βέβαια , δεν αντέχουνε οι καϋμένοι οι Αθηναίοι να βλέπουν τα ζώα να υποφέρουν , τα βασανίζετε λένε. Που να τύχουν και σε κάνα σφάξιμο. Φεύγουν πέρα μακρυά, λιγοθυμάν από το αίμα, αλλά τούτη η ζωή στο χωριό δεν θέλει και πολύ ευαισθησία . Και ωρέ άνθρωποί μου σαν να τούδωκε ευκή ο Νικόλας του μικρού του γυιού, του Αηδόνη, θα γένει κτηνίατρος στη Θεσσαλονίκη και σε λίγα χρόνια τέρμα το «βάρεμα» που θέλει πέντε άντρες για να το πετύχουν , ….φραπ δυο λεπτά με την τανάλια , μας λέει , και έγινε η δουλειά!
Τούτη φορά κάποιο γουρούνι που κατηδρόμαγε το λαχτάρσε, τέτοια ώρα διαβαίνουν καμιά φορά από τα λόγγα απάνω να ριχτούν στο ποτάμι πέρα. Εδώ τα κυνηγάνε , αλλά του Κίτσιου καρφί δεν του καίγεται για το κυνήγι, ούτε με τα όπλα τάχε ποτέ καλά. Στο στρατό ήταν ολμιστής, σε τόσες μάχες που έλαχε μια σφαίρα είχε ρίξει όλη και όλη και αυτή νύχτα ήταν είδε που έσκασε σε μια κόντρα. Κοντά που τον έβαλαν στα ΤΕΑ τούδωκαν το πολεμικό ντουφέκι αλλά αχρείαστο ήτανε . Όσο τους παίδευαν με κάτι « Βολές» στο Πέταλο, και το ‘74 με το Κυπριακό φύλαγε μια βδομάδα στο Μέγα- Πλάι, στα χαμένα. Θέλησε κάποτε να σκοτώσει ένα σκυλί του που λύσσαξε, τόδεσε στο δέντρο και μιάτασε από πάρα –πέρα. 7 ντουφεκιές έριξε, , μπάμ! ο Κίτσιος, στον αέρα το σκυλί, άδειασε τη γεμιστήρα , καμιά σφαίρα δεν το πέτυχε. Άμα καρτέρεγαν απ’ αυτόν σώθ’καν. Μια φορά μονάχα πήρε μεράδι από το γουρονοκυνήγι, αυτός ήταν με τα πρόβατα στη Γκορτσιά , στο Στερνάρι των Τσαματαίων και οι κυνηγοί είχαν παγάνα από πέρα στο Λούτσι. Τους γύριζε πίσω το γουρούνι και κάποιος έσκουξε από αντίκρυ , « …-χούγιαξε μωρέ Κίτσιο…» , χούγιαξε και αυτός όσο μπόρεσε , γκαμπάνισε και το σκυλί τον κατήφορο , γύρισε κάτω το ζούδιο. Άκουσε κάτι ντουφέκια , δεν έδωκε σημασία το βάρεσαν δεν το βάρεσαν , το βράδυ πόγυρε , ήβρε μεράδι στο σπίτι. Αυτό ήταν το κυνήγι σ’ όλη τη του ζωή! Θιαμένεται με τον αδερφό του το Βαγγέλη όλο τον τόπο φέρει γύρα με τα γίδια , το ντουφέκι στον πλάτη ολένα , ουδέ με βροχή , ουδέ με χιόνι , ποτέ δεν το βαριέται.
Συνημμένα:
Last edit: 10 Χρόνια 10 Μήνες πριν by ΠΠΔ.

Παρακαλούμε Σύνδεση ή Δημιουργία λογαριασμού για να συμμετάσχετε στη συζήτηση.

Περισσότερα
10 Χρόνια 1 Μήνας πριν #3210 από ΠΠΔ
( συνέχεια του προηγούμενου )
Κατήφορος ο δρόμος δεν άργησε να προσδιαβεί απ’ το σταυροδρόμι της Βρωμορίγανης, αριστερά πάει για την Ζαορά, δεξιά πήρε αυτός για το Σελιό και ίσια που έπιασε στα ρουθούνια του εκείνη την υπερκόσμια ευωδιά . Έλεγε ο μακαρίτης ο παπα-Μπούντας θαύμα γίνηκε εκεί παλιά, άγγελος Κυρίου κατέβηκε στη γη , ακριβώς εκεί και όταν περνάει ο διαβάτης μυρίζει τόσο όμορφα και ευφραίνεται η καρδιά του, σαν κάποιο παράξενο λουλούδι , σαν ένα αλλιώτικο θυμιάμα , μα όσο να χαλέψει κανένας, τίποτα δε θα βρει, άσε που σε λίγα δευτερόλεπτα χάνεται και η ευωδιά, το ξέρουν πολλοί, προ πάντων τα παιδιά , το λένε. Παλιότερα διάβαιναν από εκεί αρέντα για το ποτάμι, η για τον Αβρυστικό ή για τα Λειβαδάκια, πάειναν για κολύμπι, για να παίξουν στον πεντακάθαρο εκείνα τα χρόνια Καλαμά. Πάειναν και τα δικά του , εκεί ξεκαλοκαίριαζαν με τα «κλωνάρια» και με τις πετονιές. Τα ’τρωγε ο ήλιος όλη μέρα , από το πρωί ως το βράδυ , απάνω – κάτω από κει πέρναγαν και του ’λεγαν γι αυτήν την μυρουδιά . Τώρα κι αυτός λίγο πολύ την καταλαβαίνει , πολλές φορές , το πρωί κάτω , το βράδυ απάνω, και το καλοκαίρι ακόμα, δυο φορές τη μέρα , αφού ανεβαίνει και το γιόμα , όταν τα ζώα πιάνουν τον στάλο και γυρίζει ξανά το απόγεμα.




(τώρα χάθηκε εκείνη η υπερκόσμια ευωδιά, έγινε δρόμος φαρδύς και από τη μεριά είναι μια κολώνα της ΔΕΗ που στέλνει ρεύμα στον Αβρυστικό για να βγεί το νερό απάνω. Δίπλα από την άλλη μεριά του δρόμου μια τεράστια τσιμεντένια δεξαμενή μαζεύει το νερό της πρώτης άντλησης και συνεχίζει από εκεί άλλη άντληση, το βγάζει στο χωριό στις Κορρύτες και από εκεί στη Γούργαρη. Αμ θαύμα δεν είναι και τούτο, να βγει το νερό από τον Αβρυστικό στη Μιλιορράχη; Βγήκε ο λόγος του Νικολα-Σπύρου αληθινός, του ’λεγε του Κίτσιου εκεί που φυλάγανε τα πρόβατα: « -Κίτσο , εδώ μια μέρα τα Σελιά , να ιδείς θα γένουν ποτιστικά, θα βγάλουν τον Καλαμά στη Μιλιορράχη ». Αμ δε βγήκε; Βγήκε και παραβγήκε ο Καλαμάς στη Μιλιορράχη και χόρτασε το χωριό νερό , που όλο το καλοκαίρι αμάν έλεγε ο κοσμάκης, όπου δεν πρόφταινε από τους Ζαλογγίτες να περσέψει το νερό της Λαμπανίτσας και να φτάσει στο Βλαχώρι. Αυτοί πότιζαν τριφύλλια και καλαμπόκια , εμείς από δω κάποτε κάναμε μέρες χωρίς νερό . Και δόστου γκρίνια, δόστου τσακωμοί για το ποιος φταίει. Θεός συγχωρέσει τον μακαρίτη τον Βασίλη το Λώλο που χάθηκε στα 53 του , Δήμαρχος της Παραμυθιάς ήταν , που πίστεψε στο έργο και το κυνήγησε ώσπου έγινε , απίστευτο ήταν στην αρχή , μα έγινε και από το 2006 , φτάνει και περισσεύει το νερό για το χωριό μας, τη Μίχλα και πάει και στα Ζαλόγγατα άμα λείπει της Λαμπανίτσας. Έτσι διαβάτη άμα περνάς από τη Βρωμορίγανη θυμήσου την παλιά εκείνη άρρητη ευωδιά , θυμήσου και εκείνον τον καλό Δήμαρχο , πες και για αυτόν ένα Θεός συγχωρέστον , βόηθησε πολύ και δε μας έλειψε το νερό πια!).
Όλος ετούτος ο δρόμος γιομάτος κόσμο ήταν παλιά. Να εδώ το χειμάδι το Χρηστο –Τσιαμάτη, αριστερά το Περιβόλι του Σιώζου, από κάτω του Τσιάβου τα μαντριά, πιο πέρα το Παλιοχείμαδο των Γληγοραίων, παρέκει της Βέλαινας. Πάει όλος αυτός ο κόσμος, πήραν όλοι τα μάτια τους και φύγανε αλλού, έμεικε ο Κίτσιος μοναχός του με τα γομάρια του απάνου - κάτου και στα τελευταία χρόνια που άλλαξε η κατάσταση στην Αλβανία , τι ήταν τούτο; Γιόμισε ο τόπος Αλβανούς, από δω διαβαίνουν. Έρχονται από το Ρεβενιώτικο, ρίχνονται δώθε στο ποτάμι και να το δρόμο παίρνουν , άλλος για Παραμυθιά, άλλος Πρέβεζα, ή Γουμενίτσα , ή όπου ο νους σου βάλει. Με τα ποδάρια να περπατάνε μερόνυχτα. Άνθρωποι λογής – λογής , αλλά κυρίως νέοι, παιδαρέλια, από δυο, από τρεις , ακόμα και μπουλούκια κάποτε. Φοβάται ο κόσμος γιατί κάμανε πολλά. Πολλοί δουλειά γυρεύουνε, αλλά δεν είναι λίγοι όμως και αυτοί που κάμανε και ένα σωρό κλεψιές και παρανομίες διάφορες. Πρώτα κατέβαιναν οι γυναίκες στο ποτάμι να πλύνουν ρούχα, ή στα μποστάνια στο Ποτιστικό , ή στα ζώα , μοναχές τους, τώρα ποιά κοτάει να πάρει τον κατήφορο; Μωρέ και οι άντρες φόβο έχουν και αυτοί , σου λέει και αν πέσω σε κανέναν ληστή , αφού λένε τους απόλ’καν όλους από τις φυλακές; Ο Κίτσιος δεν τους φοβάται. Τι να μου κάνουν εμένα λέει, τίποτα δεν έχω , με βλέπουν γέρο και ταλαίπωρο τζιουμπάνο, με λυπούνται κι από πάνω! Αλήθεια, καμιά φορά εκεί στο Νεράκι που τους ανταμώνει να τρώνε ότι έχουν , του δίνουνε και αυτουνού κάνα κριτσιέλι ψωμί. Μαύρο και σκληρό , πως να το φάει ο Κίτσιος , το ρίχνει στον Κοράκη! Εκατοντάδες από δαύτους έχουν περάσει από την καλύβα του, εκεί από κάτω στο χωράφι του, κοιμούνται εκεί , ξεκουράζονται, ανάβουν φωτιά και στεγνώνουν τα βρεγμένα σκουτιά. Αλλά σίγουρα υπάρχουν και κάποιοι που είναι άνθρωποι του κακού. Μα να πιάσουν τις ποτίστρες που είχε εκεί μέσα ο Κίτσιος, βγάλανε τα ξύλινα χερούλια τους και τα κάψανε στη φωτιά και κοντά τις ζιουμούκλησαν κι αυτές; Έτσι για να κάνουνε το κακό, σε ποιόν; Σ’ αυτόν που έφτιαξε αυτήν την παλιοκάλυβα και βρίσκουν καταφύγιο; Ένας κάποτε του είπε: - μπάρμπα δώσε μου ένα πεντακοσιάρικο, - δεν έχω γω παράδες , αν θέλετε κάνα γκόρτσο , να το σακούλι έχει, πάρτε! Έτσι έμαθαν όλοι, άλλο από γκόρτσα δεν θα βρούνε σ’ αυτόν , τον άφησαν ήσυχο. Αλλά μποστάνι όμως δεν ξανάβαλε από όταν φάνηκαν αυτοί οι διαόλοι, δεν άφ’καν τίποτα, ακόμα και τις πατάτες τις έβγαζαν και τις έψεναν στη φωτιά. Άνθρωποι πεινασμένοι ,θεριά!
Ποιος ξέρει πόσους κατάπιε ο Καλαμάς το χειμώνα σαν είναι κατεβασμένος! Είχε πετύχει κι Κίτσιος έναν μια φορά , εκεί παρέκει στο κόνισμα της ΑγιοΠαρασκευής, χωμένος σε μια τούφα, ξαφνίσκε ο γάιδαρος, λαχτάρ’σε, τι να ιδεί, ένας μπλετσινάρης , κάθουνταν κουκουντάκι , ίσια που λιαγκούριζαν τα μάτια!
– Τι κάνεις αυτού μωρέ δαίμονα ; του είπε ο Κίτσιος.
– Τσιάκα - τσιούκα κάτι είπε , γρί Ελληνικά δεν ήξερε.
- Σήκου ορθός μωρέ! Ένα παιδάριο ίσια με 15 χρονών ήτανε , μπλέτσι, ούτε βρακί στον κώλο δεν είχε! Πως βήγε ζωντανό, από τον Καλαμά, που ήτανε πέλαγο από την πλημμύρα που είχε κάνει, ένας Θεός ξέρει!
Τούριξε του μουτάφι του σαμαριού ο Κίτσιος , τύλιξε τη γύμνια του το Αλβανάκι και κίνησε από κοντά για το χωριό. Βγήκαν μαζί απάνω, του δώκανε κάτι ρούχα , ντύθηκε, ποδέθηκε, του βάλανε και σε μια σακούλα , ψωμί ,τυρί, ένα πορτοκάλι , του έδωκαν και κάτι κατοστάρικα.
- «Που πας;» τον ρώτησαν σαν έφευγε, -«…..Παραμυθία – Παραμυθία ….» φώναξε και αντίς να κάνει απάνω χάθηκε στο σκοτάδι κατά εκεί από όπου ήρθανε. Πάει να βρει την παρέα του. Την άλλη μέρα όπως πέραγε ο Κίτσιος με τα πρόβατα όξω από την καλύβα του Τάσιου στο Νεράκι , είδε απόξω πεταμένη τη σακούλα, τη θυμήθηκε. Μπαίνει μέσα στην καλύβα , είδε και τις φλούδες απ’ το πορτοκάλι, κατάλαβε ότι έκατσε εκεί και έφαγε. Αλλά το ζαγάρι τι είχε κάνει; Αντίς για ευχαριστώ αμόλ’κε μια κουράδα μεσ’ στη μέση στην καλύβα!
Με το που έκανε πέρα από το ’κόνισμα της Αγιο-Παρασκευής ’κούσ’καν τα σκυλιά του Μανθο-Ράφτη να γκαμπανάνε, είναι βλέπεις εκεί από κάτω τα γρέκια του. Τι να πει μ’αυτόν τον άνθρωπο; Φέρνει το κοπάδι από το Παν-Ζάλογγο στο Βλαχώρι, στη Γούρα των Γληγοραίων, μέσα στη λάσπη, για να τα ξεχειμάσει . Και αυτός πρωί – βράδυ να πηγαινοέρχεται από εκεί καβάλα στο άλογο. Με χιόνια , με βροχές , με κρύα πολλά. Φίλο τον έχει , αλλά όταν βλέπει να τυραννάει έτσι τα πρόβατα, του ανεβαίνει το γαίμα στο κεφάλι! Η Ανθούλα βλέπεις , η γυναίκα του Μάνθου, είναι από το σόι των Γληγοραίων , έτσι ο Μάνθος τόχει σαν λειβάδι προικώο ας πούμε το χωράφι τους και θέλει να ασκεί τα δικαιώματά του , χρόνια τώρα . Μόνο που για ένα κοπάδι πρόβατα, χρειάζονται πολλές εγκαταστάσεις, αλλού τα στείρα , αλλού τα γαλάρια, αλλού τα αρνιά, αποθήκη για το χορτάρι, για το καλαμπόκι , στρούγκα , ανθρωποκάλυβα και άλλα ακόμα. Τι να σου κάνει μια καλύβα μοναχά στη μέση στο χωράφι, τά’κοψε η λάσπη τα έρμα τα ζώα. Αλλά τον Μάνθο δεν τον μέλλει και πολύ , το άλογό του να’ναι καλά. Ναι σωστά, έχει μεγάλη αγάπη, πάθος για το άλογο. Δεν στρέεται αυτός να κάθεται καβάλα σε γομάρι, άλογο μοναχά. Και για το άλογο είναι ικανός να ξοδέψει όσα νάχει!



( καμάρι ο γαμπρός που είναι καβάλα, διπλό καμάρι ο Μάνθος που είναι στο δικό του τ' άλογο)
Σαν κάνει από το Ανήλιο απάνω, βγαίνει στην Λούτσα , από κει στου Σελλιανίτη , διαβαίνει μέσα από την Κουρούνα, και πιάνει το δρόμου του Ζαλόγγου αντιλαλούν τα ζήλια στο λαιμό τ’αλόγου, ακούγονται παντού, διαβαίνει ο Μάνθος!
Κοσμογυρισμένος ο Μάνθος,ξακουστός και πολυμήχανος, όχι σαν τον Κίτσιο που δεν τον λογαριάζει κανένας. Ο Μάνθος είχε κάνει και Πρόεδρος στο χωριό του, έφτιαξε σταύλο μεγάλο , χτιστόν με τσιμεντόλιθα, μάλιστα ξεκίνησε να κάνει και σύγχρονη μονάδα πάχυνσης αμνοεριφίων, αλλά δεν του πέτυχε. Το νοίκιασε κι αυτός στον Μπατζάρο και έτσι έγινε τυροκομείο τώρα εκεί και πολλοί δίνουν το γάλα σ’ αυτόν , μέχρι και έναν τόνο γάλα τη μέρα μαζεύει κάποτε. Τα τυριά που βγάζει είναι πεντανόστιμα. Ακόμα και ο Μάνθος φέρνει το γάλα από το Βλαχώρι στο Παν-Ζάλογγο , μέσα σε γαλόκασες και αυτός καβάλα στο άλογο. Και το νοίκι το’χουν συμφωνημένο με το γάλα, τόσες δραχμές το κιλό. Όσο πιο πολύ γάλα δουλεύει ο Μπάτζιος , τόσο πιο πολλά λεφτά πέρει ο Μάνθος. Έτσι βγαίνουν τα έξοδά του , ας μη πάει και πολύ καλά το κοπάδι , στο άλογο όμως τίποτες μη λείψει!
Τα πρόβατα τα βοσκάει και αντίπερα στη Ζαορά. Άμα έρχεται του Ευαγγελισμού, αμάν τι γένεται εκείνη τη μέρα! Αρματώνει ο Μάνθος το κοπάδι με όλην την αρμάτα , κουδούνια και τσιοκάνια ,κυπριά και κυπρέλλες, μικρά και μεγάλα, όλη τη σειρά από τους Γαλανοπουλαίους στην Παραμυθιά αγορασμένα, αχολογάει ο τόπος όλος: Του Μάνθο-Ράφτη το κοπάδι! Από τους Γαλανόπουλους αγόρασε και μια καμπάνα 70 κιλά , και την δώρησε στην Εκκλησία, στην Παναΐγια και αιτία γίν’κε ο Κίτσιος γι αυτό. Πως έπεκαν την κουβέντα εκεί στον όχτο στο Βαρκό και τα κοπάδια βόσκαγαν στο χειμωνιάτικο προσήλιο, «…σαν τ’ ανάβεις τα καντήλια της Παναΐγιας ωρέ Μάνθο, καμπάνα έχει 16 χρόνια να βαρέσει…» του είπε ο Κίτσιος. – «Τι λες τώργια μωρέ» , του είπε Μάνθος και σαν αστραπή του ήρθε στο μυαλό η ιδέα. Με την πρώτη ευκαιρία πήγε στους Γαλανόπουλους στην Παραμυθιά, αγόρασε μια καμπάνα 70 κιλά, αυτή που του άρεσε αυτουνού και την έφερε στην Ζαορά. Δε λογάριασε κόπο, ουδέ έξοδα.





( η καμπάνα και η πλάκα με την επιγραφή για τις δωφεές του Μάνθου στην Παναΐγια της Ζαοράς)
Από τότε κάθε Σαββάτο που κατηβαίνουν στη Ζαορά η Χρύσω η Γιάννη-Μήτσενα με την αδερφοποιτή της την Τασία την Καπαδέλταινα να ανάψουν τα καντήλια , βαρούν και την καμπάνα και ένα κούσιμο που κάνει, ωρέ κόσμε μου, ολούθε ακούγεται γλυκά και δυνατά. Από τέτοια , συλλογιέται ο Κίτσιος, δεν του κόβεις του Μάνθου την τρίχα με το τσεκούρι, αλλά κουμάντο για ώρα ανάγκης τίποτες. Όπως τότε με το πολύ το χιόνι , 70 πόντοι ως το ποτάμι έριξε στις 10 Μάρτη και έμεικαν τα ζώα μέρες πολλές κλεισμένα. Ο Κίτσιος με το Βαγγέλη τον αδερφό του και δυο παιδιά μπροστά και από πίσω τα τέσσερα τα γομάρια τους, με τη σειρά να κόβουν δρόμο , πότε ο ένας , πότε ο άλλος, τρεις ώρες έκαμαν να σώσουν στην Απιδιά στο Χειμάδι και εκεί με το φτυάρι να ανοίξουν τον τόπο, να δώκουν στα ζωντανά χορτάρι, καλαμπόκι και νερό , τους έπεσαν οι πλάτες. Και τον Μάρτη πόσες τροφές νάχει η ζαεροκάλυβα μέσα, Άνοιξη καρτερούμαν όχι έναν κώλο χιόνι! Και κει που ψευτολιάζονταν μέσα στην καπνισμένη καλύβα, τρεις θα νάηταν η ώρα ,ακούει ο Κίτσιος μια φωνή ’πο πέρα απ’ της Γκελη-Τάσαινας: -«Κίτσιο, ω Κίτσιο!...» Τον έζωσαν τα φίδια , από το πρωί το μελέταγε, είχε δεν είχε 10 μπάλες χορτάρι, τι να τον κάνει τώρα τον Μάνθο; Έφτασε σε λίγο λιχομανώντας από τον χιόνι και τον ανήφορο: -«Κίτσιο, ’α μου δώκεις ένα σακούλι καλαμπόκι, να ρίνω σπυρί – σπυρί στο χιόνι ψηλά, κι από πίσω το παιδί ο Χρυσόστομος να βαρεί τα πρόβατα να τα σώσουμε στο Παν-Ζάλλογγο;» - «Σακούλι είπες; πάρε δυο και τρία μωρέ Μάνθο μου», τ’αποκρίθηκε ο Κίτσιος ξαλαφρωμένος που δεν του χάλεψε χορτάρι, πόσο να έδινε αυτουνού, πόσο να’μεισκε για ελόγου του; Τα κατάφεραν , σπυρί –σπυρί και βήμα – βήμα διέσχισαν το Ανήλιο της Κουνιάς και βήκαν στο Δημόσιο δρόμο , σκαπέτησαν , έφτακαν το θέλωμα στο Παν-Ζάλογγο.
Από τη Λούτσα της Βέλλαινας όπου πέρασε ο Κίτσιος, ως απάνω στην Απιδιά που είναι τα Χειμάδια, δεν είναι μονοπάτι, είναι δρόμος κανονικός, περνάνε και αμάξια, πάνε τώρα κοντά 10 χρόνια όπου φτιάχτηκε. Χωματόδρομος , φαρδύς πέντε με έξι μέτρα, ξεκινάει από το Σέλωμα , φτάνει στο Γομονοστάλο, γυρίζει προς την Τσουμπάρα , Σελωματάκι, Σελιό , Νεράκι και καταλήγει στα Λειβαδάκια. Πως τα κατάφερε ο Τσιώμος πάλε , έκαμε τόσα έργα μέσα στο χωριό , έκαμε και εδώ τώρα , μια με το Δασαρχείο, μια με τη Νομαρχία , έβγαλε τελικά τη Μπουλντόζα και τέλειωσε ο δρόμος. « έτσι θα εκμεταλλευθούμε τα χωράφια μας έλεγε, να φυτέψουμε όλοι δέντρα καρποφόρα. Θα πηγαίνουμε στα γεράματα να μαζεύουμε καρύδια, κάστανα , ελιές και ότι άλλο, θα έχουμε μια σύνταξη σίγουρη ». Φως , νερό και δρόμο , άκρως αναγκαία φώναζε ο Τσιώμος. Δεν έδιναν και πολύ βάση στις κουβέντες του οι τζομπαναραίοι, και κατά βάθος δεν τον πολυήθελαν τον δρόμο, « …σε θιαμαίνομαι , έτσι θα κατατσακίζονται τα ζώα από τα αυτοκίνητα ….» έλεγαν. Αργότερα όμως κατάλαβαν τη χρησιμότητά του, όπου φέρνανε με φορτηγό τις ζωοτροφές στα μαντριά τους χωρίς να παιδεύονται πολύ, έρχονταν επί τόπου ο χασάπης να πάρει τα αρνιά, φορτώνανε την κοπριά τους και αργότερα οι νεώτεροι αγόρασαν και αυτοί αγροτικά αυτοκίνητα.




Υπόγραψε και ο Κίτσιος το χαρτί , όπου δεν έχει απαίτηση άμα έκοβε η μπουλντόζα κάναν όχτο απ’ τα χωράφια του άμα χρειάζονταν. Αλλά λαχτάρ’σε ο μαύρος , όταν είδε τον Τσιώμο μπροστά με την κλίτσα στο χέρι να δείχνει στον μπολντοζέρη να τραβήξει ίσια στη μέση στα γρέκια , να τα κόψει στα δυο, να χαλάσει το αλώνι και τη ζαεροκάλυβα και να βγει πέρα. « – Μωρέ που πάτε από δω, θα με ξετοπίσετε; Περάστε παρακάτω απ’ τη λούτσα και κάτω! » Που να τον ακούσουν αυτοί, «….είναι του Δημοσίου ο τόπος , δεν τάχετε εξαγωρασμένα τούτα…» Όντως εξαγορασμένο ήταν μόνο το Ίσιο της Απιδιάς, εδώ στα γρέκια τόχαν ανοίξει στην Κατοχή. Αλλά μη δεν ήταν τόπος για να γένει ο δρόμος; «… Όλο γύρω άδειος τόπος, απάνω στις καλύβες βαρείτε μωρέ;..» Δεν το χόραγε ο νους του . Τι να κάνει κ’αυτός συνενοήθ’κε με τα αδέρφια του , πήραν και τα παιδιά και τη Δευτέρα πρωί-πρωί στάθ’καν ορθοί μπροστά στ’ Αλώνι με ένα σκόπι ο καθένας στο χέρι. Αλλά ευτυχώς δόξα τω Θεώ δεν χρειάστηκαν ούτε σκόπια , ούτε φωνές, ο μπολντοζέρης τράβηξε λοξά και πέρασε ανάμεσα στη Λούτσα και στο Ίσιο , γλίτωσαν οι καλύβες του, έγινε και ο δρόμος .

Έφτακε στον Αη-Γιώργη ο Κίτσιος, έκανε τον σταυρό του και συνέχισε , δεν συνήθισε να κατεβαίνει στην εκκλησιά να ανάψει κερί ή καντήλι, που να τα καταφέρει αυτά τα λιανοφτύλια αυτός που απ’ τον πολύ κασμά και το τσεκούρι γίνανε τα χέρια χοντρά σαν φτυάρια , τ’αφήνει για την Κίτσαινα , άμα διαβαίνει. Ήταν παλιά , πολύ παλιά εκκλησιά εκεί κάποτε, μόνο ερείπια σώζονταν ως το 1973 , όταν φτιάχτηκε τούτος ο Αη-Γιώργης. Όπου να ξύχωνε κανείς κόκκαλα εύρισκε παντού τριγύρω , όλο τάφοι ήτανε. Έγραψε γράμμα τότε ο Λαμπρίδης, όπου έλεγε μέσα ότι όλοι οι παλιοί ιεροί χώροι πρέπει να αναστηλωθούν. Το διάβασε κι ο Κώστα – Μάνθος ( Μαρτίνης ) στην Αφρική, συγκινήθηκε και έβαλε χρήματα και τον τόπο , έβαλαν κι άλλοι και χτίστηκε εκεί ένα μικρό εκκλησάκι και λειτουργήθηκε για πρώτη φορά το 1974. Έμασαν όλα τα λιθάρια , όσα είχαν απομείνει , έσκαψαν εκεί στα θεμέλια τα παλιά και όπως έλεγε ο μαστρο – Γιάννης εύρισκαν και χρωματισμένες επιφάνειες και πορολίθια. Ίσως κάποτε να ήτανε μεγάλη εκκλησιά με θόλους και αγιογραφίες , ποιος ξέρει; Τότε δρόμος δεν ήτανε εκεί, τον άμμο και τα τσιμέντα με τα ζώα τα κουβαλούσαν . Τότε είχε και ο Θύμιος τσιμέντα και πούλαγε. Τα ξεφόρτωνε στου Μπέλλου το φορτηγό και άμα χρειάζονταν οι μαστόροι έβγαιναν σε μια ράχη και φώναζαν δυνατά: -Θύμιο , ωρέ Θύμιοοοο! Φέρε τόσα τσιμέντααα! Φόρτωνε τέσσερα τσιμέντα στα δυο γομάρια ο Θύμιος, έβγαζε κι αυτός το φράγκο. Μάλιστα και αλεύρι πούλαγε τότε. Θυμάμαι που το 74 με το Κυπριακό άδειασε το κατώι του σε μια ώρα από όλα τα τσουβάλια. Φοβήθηκαν οι καϋμένοι χωριανοί μη γένει πάλε όπως στην Κατοχή και τώρα δεν έχουν πια σπαρτά! - Φεύγα αρέντα είπε ο Κίτσιος στην Κίτσαινα , θα πιαστεί πόλεμος και θα μας λείψει το ψωμί! Μήνα ήθελαν και λίγο ; Ένα κουστό ψωμί την ημέρα , πέντε στόματα και ο σκύλος που έτρωγε για δυό!
Πριν ακόμα χτιστεί λοιπόν ο Αη – Γιώργης στο Σελιό, είχε χτίσει ένα εικόνισμα από τα παλιο-λίθαρα ο Κώστα –Χαρλάμης , μόλις παντρεύτηκε τη Χρύσω του Τάση – Ζώη. Τσιούπρα ήταν η Χρύσω , μικρή, όταν φύλαγε τα πρόβατα στου πατέρα της , εκεί από κάτω από τις Αληπότρυπες. Μόλις θέλωνε έβλεπε κάθε βράδυ ένα φως μέσα στα χαλάσματα , το είπε στον Κώστα και ίσια αυτός έφτιαξε ένα εικόνισμα , ν’ ανάφτουν το καντήλι κι έτσι δεν το ματάειδε εκείνο το φως η Χρύσω . Απορεί ο Κίτσιος με ταύτα , αλλά πάλε δεν τα απορρίπτει παντελώς αφού είδε θιάμα με τα ίδια του τα μάτια. Ήταν στα χρόνια της κατοχής ή ψίχα μπροστήτερα , θυμάται καλά γιατί ήταν γκουτζιά παιδί, όταν έπεσαν μαστάκια πλήθος στα σπαρτά. Ο πατέρας του είχε σπύρει βρίζα στην Απιδιά , και στο Ίσιο και στο Λακειά. Θαλά 'χε πάει ο ήλιος δυό βουκέντρες όταν 'κούστηκαν τα μαστάκια να κάνουν κάτου από τα Αμπέλια , διάβαιναν στη Βαρτόπα κάτου. Σιούσιουλο μαστάκια, μαύρισε ο τόπος , 'κούγονταν οπού έρχονταν και πίσω άφηναν μονάχα ξεραΐλα. Ότι πράσινο το κατατρώγανε.



Ούι Παναΐγια μ' φώναξε η μάνα, έρχονται τα μαστάκια, πάει η βρίζα μας! Βγαίνει ο πατέρας : Αϊ Κίτσιο , φεύγα γλήγορα με τη γομάρα στο χωριό, φώναξε τον παπά-Νικόλα νάρθει.....Κομάτια ο Κίτσιος , καβάλα στη γομάρα και βάρε με τις φτέρνες στα πλευρά , γύρισε σε μια κοματιώρα με τον παπά μαζί. Τα μαστάκια είχαν διαβεί στην Πλαταράχη, πάειναν γραμμή για το Ίσιο, για τη βρίζα. Άρχισε ο παπά- Νικόλας με το φχολόι και το θυμιατό....Τι να σας πω ωρέ παιδιά τέτοιο θιάμα δεν ματάειδα, λέει και ξαναλέει ο Κίτσιος, όσο να κλείσει κύκλα το χωράφι ο παπάς, λόξεψαν τα μαστάκια κατά του Μελίση κάτω , παν γραμμή για την Κλώστρα , πνίκαν στο ποτάμι.... Γλίτωσε η βρίζα τη θέρισαν , έμασαν και σάλιμα πολύ για να σκεπάσουν τα καλύβια , γιόμισαν με γένημα και το αμπάρι . Σύμπτωση λένε αυτοί που ξέρουν πολλά, αλλά η πίστη των απλοϊκών ανθρώπων ήταν τέτοια που δεν τους άλλαζες το μελό με τίποτα . Ούτε και ο γέροντα – παππάς είχε απαιτήσεις , μια τρίψα γάλα έφαγε στην καλύβα και άφησε την ευχή του. Έτσι πλερώνονταν τότε σε είδος. Λίγο γένημα, ή καμιά πλάκα τυρί , η λίγο μαλλί , ή ότι τέλος πάντων ότι είχε το κάθε σπίτι διαθέσιμο. Τι είχανε ; Ότι μπόρεγαν μοναχοί τους , ότι ήθελε παράδες ήτανε σπάνιο , που λεφτά τότε; - Δεν το θέλω γω το τσάι χωρίς ζάχαρη , έλεγε ο μικρός Θωμάς πριν ακόμα γένει δάσκαλος, στον παπου-Κίτσιο που του’χει τ’ όνομα αλλά δεν τον γρώνισε ο Κίτσιος, …..- δε μ’ αρέει χωρίς ζάχαρη! - Ά! Δεν ξέρεις εσύ, έτσι είναι πιο καλό , κοίτα πως μοσκοβολάει; η ζάχαρη του πέρει τη μυρωδιά, είναι για τους οι αγάδες, για τους μεγάλους, που ξέρουν αυτοί; Τι να να’ λεγε άλλο ο μαύρο – πάπους που όλη του ζωή την πέρασε στην ανέχεια και στην ασκητική ολιγάρκεια, το καλοκαίρι στο Φεντερίκο όπου είχε μια καλύβα από γκαρούτες και το χειμώνα στην Παλιοριά . Πέθανε τουλάχιστον χορταμένος , βγήκε στα Αμπέλια στο χωράφι του, έφαγε τη μισή αραποστένια κουλούρα του, ήπιε νερό από την κολοκύθα, έβαλε την υπόλοιπη στον κόρφο , κούμπησε στον όχτο και αποκοιμήθηκε για πάντα. Σε αυτήν την ολιγάρκεια μάλλον έμοιασε κι ο Κίτσιος τον πάππου του , δεν τον μέλει για πολλά , ούτε για παζάρια , ούτε για πανηγύρια, ούτε για γλέντια. Τον φτάνει που γυρίζει το βράδυ στην αγκωνή του , που χορταίνει το ψωμί πίνει πότε – πότε κι ένα τσίπουρο από το δικό του κι αγαλιάζει: - Ααααααιιχχχχ ….κος!
Τσίπουρο είχε όλα τα χρόνια , από το αμπέλι του. Αυτός το κλαδεύει ,το σκάβει , το βαρεί με γυαλόπετρα κάνα –δυο φορές κι ό,τι γένει. Βλαστολογήματα , κορφολογήματα και τρύγο τ’ αφήνει για την Κίτσαινα, αυτή παιδεύεται και με το λιγοστό και γλυκοπικρόξυνο κρασί ό,τι βγεί, ακόμα και το τσίπρο αυτή το φτιάνει , από ’κείνη τη νύχτα που είχε πάθει τη λαχτάρα, χρόνια τώρα. Ήτανε τότε που η Χωροφυλακή ήταν στο χωριό και το τσίπουρο όπως πάντα απαγορεμένο , το βγάζανε μόνο νύχτα. Περασμένα μεσάνυχτα ήταν όταν άκουσε να χτυπάνε την παλιά οξώπορτα. Φυκράσ’κε καλά ο Κίτσιος, μ’ έπεκαν τώρια είπε με το μελό του, έρθαν οι Χωροφλάκοι!. Κατατσακίστηκε να χαλάσει τα καζάνια, να τα κρύψει και αυτά και το τσίπουρο στο κατώι, με την ψυχή στο στόμα ήτανε , όταν χροοοοπ άνοιξε η πόρτα , ….ας γένει ότι θέλει τώρα συλλογίσκε παραδωμένος. -Μωρέ τι χωροφλάκοι ειν’ αυτοί που δεν κρένουν καθόλου και κοπανάνε μεσ’ στα σκοτάδια , ούτε φακός ούτε τίποτα! Γκραπ! Γκρούπ στα λιθάρια έρχονταν! Πέρει ένα δαυλί , βγαίνει όξω τι να ιδεί : το γομάρι του Νικόλα, το λυκογδαρμένο γύρισε μεσάνυχτα , τότε είχανε χωρίσει και το ’χε πάρει ο Νικόλας , αλλά αυτό ακόμα θυμόταν το παλιό του κατοικό, που να το σκίσει ο λύκος, ξίκει να γένει το τσίπρο κι η καλωσύνη του , είπε ο Κίτσιος από τότε!
Συνημμένα:

Παρακαλούμε Σύνδεση ή Δημιουργία λογαριασμού για να συμμετάσχετε στη συζήτηση.

Χρόνος δημιουργίας σελίδας: 0.211 δευτερόλεπτα

Πες Το

adelfotita - 24/09/2024 - 22:37

Η κηδεία του συγχωριανού μας Τάκη Διώχνου θα γίνει την Πέμπτη 26/9 στις 11:00 στο νεκροταφείο των Αγίων Αναργύρων. Η ακολουθία στον ναό εντός του νεκροταφείου.

adelfotita - 24/10/2023 - 11:34

ΑΡΤΟΚΛΑΣΙΑ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗ 5 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2023, 9.30 ΤΟ ΠΡΩΙ, ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΛΟΥΚΑ ΠΑΤΗΣΙΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΣΤΗΝ ΤΑΒΕΡΝΑ ΜΑΡΤΙΝΗ ΓΙΑ ΛΟΥΚΟΥΜΙ ΚΑΙ ΤΣΙΠΟΥΡΟ.

adelfotita - 20/10/2023 - 15:39

Έφυγε για το μεγάλο ταξίδι η Γιαννούλα Διώχνου (το γένος Μάκου). Ζούσε στον Καναδά κι εκεί θα γίνει και η κηδεία. Θερμά συλλυπητήρια στους δικούς της, Κώστα Διώχνο και τον γιο τους Νίκο.

adelfotita - 15/01/2023 - 12:15

ΧΟΡΟΣ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑΣ ΠΟΛΥΔΡΟΣΙΤΩΝ 19 ΦΛΕΒΑΡΗ, 12.30 ΜΕΣΗΜΕΡΙ. ΜΕ ΤΟ ΚΛΑΡΙΝΟ ΤΟΥ ΔΟΚΙΜΟΥ!ΤΑΒΕΡΝΑ ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΑΧΑΡΝΩΝ 238.

adelfotita - 31/12/2022 - 01:45

30/12/22 "Έφυγε" σήμερα η Βασιλική Δρόσου, το γένος Λαμπρίδη. Ετών 100. Η κηδεία θα γίνει αύριο, ώρα 12 το μεσημέρι, στο Κάτω Ζάλογγο όπου και διέμενε με τον γιο της Γιάννη. Θερμά συλλυπητήρια στην οικογένειά της και καλό της ταξίδι...

Your browser does not support the HTML5 canvas tag.
Cancel

Ημερολόγιο

Σάββατο
21
Δεκεμβρίου
2024
Ανατ.: 07.50
Δύση: 17.01
Σελήνη
20 ημερών
Ιουλιανής μάρτυρος και των συν αυτή 500 μαρτύρων, Θεμιστοκλέους μάρτυρος
1821
Νικηφόρος μάχη στο Βαρύπετρο Χανίων.
1824
Πολιτικοί και στρατιωτικοί συγκροτούν συνέλευση στο Μεσολόγγι, με αρχηγό τον Μαυροκορδάτο.
1825
Σφοδρός κανονιοβολισμός του Μεσολογγίου από τον Κιουταχή πασά.
1828
Υπογράφεται το διάταγμα της ιδρύσεως της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων από τον Ιωάννη Καποδίστρια.

Τελευταίες Συζητήσεις

Τελευταία Σχόλια

JSN Epic is designed by JoomlaShine.com