« -Γουρούουουουουνια στο Κουρί!!! Τσιαμάααατη μασ’ τους γλήγορα και ελάτεεεεε!!! »
Δεν ξεχνώ με τίποτα αυτή τη διαπεραστική φωνή του Γκέλη – Γιάννη που τόσες φορές αντηχούσε στου Φωτεινού, απέναντι ακριβώς από το σπίτι μου , από την νηπιακή μου ακόμα ηλικία. Φωνή χαρακτηριστική, διαπεραστική και βροντερή που έκανε αυτόν τον άνθρωπο της φύσης , στα μάτια της φαντασίας μου γίγαντα μυθικό, έναν άλλον Ηρακλή στη σκέψη μου , αφού τόσα και τόσα διηγούντο στην κυνηγοπαρέα , άθλοι θαρρείς στον Ηράκλειο στίβο του Βλαχωριού. Πώς να ξεχάσω εκείνη τη σκηνή , νύχτα προχωρημένη και θεοσκότεινη ήταν , όταν με την αγριοφωνάρα του μας ξεσήκωσε στον Κάτω Μαχαλά γυρνώντας απ’ το χειμαδιό του στο Λούτσι . «- Βασίλω μωρή , μην έχασες κάναν πέτο; ξάφνιασε τη μάνα μου και απόκριση δεν περίμενε: Φουρρρ!!! απ’ τα μεσοσάμαρα του γομαριού δεμένο αμόλησε έναν τεράστιο αετό που μας πλάκωσε παρά λίγο με τις φτερούγες του .
– « Τον έπεκα στο σίδερο, 10 κατσίκια μόφαγε ο κερατάς », βροντοφώναξε και πήρε τον ανήφορο ενώ εμείς τα παιδιά γουρλώναμε τα μάτια πίσω απ’ τη θημωνιά όπου είχαμε λουφάξει!!!
Τέτοιες σκηνές και άλλες ακόμα πλήθος πλούτιζαν τη νεανική μας φαντασία και οι περιπέτειες των κυνηγών ήταν αντικείμενο συζήτησης , τότε που ούτε ξέραμε καν τι θα πει τηλεόραση, βίντεο, υπολογιστής και αυτό το ηλεκτρικό ακόμα δεν είχε έρθει στο χωριό.
Ιδανικό κυνηγοτόπι το Βλαχώρι από παλιά και σήμερα ακόμη συνεχίζει να είναι πόλος έλξης για τους Πολυδροσίτες και όχι μόνο, λάτρεις του κυνηγιού. Δρυοδάση ποικίλα, πουρνάρια και αριάδες άφθονοι, « μπυχτίλες » και «κουφολογγιές », πηγές και το ποτάμι χαμηλά και από πέρα το Μαλουνιώτικο, ίδιος τόπος και αυτό , εδαφικό ανάγλυφο πολύμορφο , όλα αυτά συνθέτουν έναν τόπο που ευνοεί την κατοικία πολλών θηραμάτων και άλλων άγριων ζώων. Δεν συζητάμε για εκείνα τα χρόνια που υπήρχαν σε αφθονία ζαρκάδια και αγριογούρουνα , αλεπούδες , λύκοι και κουνάβια , λαγοί και πέρδικες σε κάθε βήμα, μπεκάτσες και φάσες που βούϊζαν οι λακκιές. Ήταν όλα τα χωράφια σπαρμένα τότε και οι λαγοί φωλιάζανε στα όχτια . Χώρια που οι πέρδικες είχαν παντού φωλιές, ψάχνανε τα παιδιά και βρίσκανε περδικαύγα στις τούφες ολούθε. Τότε αν και το χωριό ήταν γεμάτο κόσμο , για κυνήγι λίγοι πήγαιναν , που καιρός για τέτοια , ακόμα και τα φυσίγγια σπανίζανε. Εν τούτοις δεν λείπανε οι κυνηγοί και μάλιστα μανιώδεις. Πολλοί ασχολούνταν με το κυνήγι των κουναβιών χωρίς όπλο. Όταν φρεσκοχιόνιζε πριν ακόμα φέξει βγαίνανε για τορό. Με το φανάρι ώσπου να δουν τα πρώτα χνάρια δυο – δυο συνήθως, τα ακολουθούσαν για πολύ, χιλιόμετρα ολόκληρα κάποτε. Όταν εντόπιζαν το δένδρο που φώλιαζε κλείνανε καλά όλες τις τρύπες εκτός από μία όπου βάζανε φωτιά. Ο καπνός ανάγκαζε το κουνάβι να πεταχτεί και να παγιδευτεί σε ένα τσουβάλι. Όλα γινόταν για την πανάκριβη γούνα του. Για πολλές οικογένειες ήταν σωτήριο το κυνήγι του κουναβιού, βγάζανε τα έξοδα του χειμώνα, γιατί πολλοί δεν είχανε σοδειά για όλο το χρόνο. Πολλοί χωριανοί διέπρεψαν σε αυτό το κυνήγι. Αλλά για τον Γκέλη – Τσιάβο διηγούνταν πολλά . Ήταν ειδικός στις παγίδες, πάνοπολος σαν αστακός , όσο και το σκόπι του ήταν ειδικό, με « ζιόγκο » στην άκρη , μαχαίρι πάντοτε μαζί και ο γκρας του ήταν ονομαστός. Παρ’ όλα αυτά έτρεμε τα αγριογούρουνα.
Στους λαγούς άφθαστος ήταν ο Αντώνη – Ποστόλης που ακόμα έριχνε και στο « φτερό » σε πέρδικες και μπεκάτσες, σπάνιο για τους παλιούς κυνηγούς. Την μανία του μετέδωσε και στα δυο του παιδιά τον Λάζαρο και τον Βαγγέλη που από την αγάπη τους για το κυνήγι σήμερα είναι μόνιμοι στο χωριό . Ο Τσιάβο – Τσιαμάτης είχε ονομαστεί από το Δασαρχείο « Αλουποφάγος » , αντάλλαξε το άριστο γουρουνόσκυλό του με τον Φρίξο , που ήταν άσσος στην αλεπού . Είχε αξία τότε, για το δέρμα της και για την επικήρυξη. Ήταν μάλιστα για χρόνια πολλά αρχηγός της ομάδας για τα αγριογούρουνα. Φυσικά δεν ξεχνάμε τον Γκέλη – Γιάννη που είχε κάνει « μάχες » με τα γουρούνια και τους λύκους και αγαπούσε ιδιαίτερα τα σκυλιά. Ζούσε πάντα στη φύση μαζί τους και δίχως αμφιβολία σε αυτό δεν διαφέρει πολύ και ο γιός του ο Κώτσια – Γκέλης. Ο Γιάννη – Τάσσης ειδικός στο «κλείσιμο» των γουρουνιών , κυνηγούσε σχεδόν ως τα 90 χρόνια , πήγαινε στο Κουρί για φάσες , ακόμα θυμόμαστε το στέκι του, τον τσέρο του μπάρμπα – Γιάννη στο Τζουρλόγγο. Ο Χρήστο – Νικόλας αν και δεν έριχνε τόσο καλά ήταν μανιώδης πολύ, κάποτε άφησε τα βόδια στο « ζυγό » όλη μέρα στην Τσούγκα και πήγε για γουρούνια. Το δίκαννό του, είναι στο μουσείο, 16άρι για μπαρούτι καπνερή. Με αυτό κάποτε ο Τσαμάτης γέμισε ένα τσουβάλι με φάσες. Ήταν τόσοι ακόμα όπως ο Νικόλα Μάκος, Σιώζο - Κώτσιας , Τάσο – Λαμπρίδης , Νικόλα – Λάμπρος και παλιότερος ο Μήτρο – Καττής και άλλοι . Αλλά το κυνηγετικό πανηγύρι γινόταν όταν οργανώνονταν εκστρατεία για αγριογούρουνα. Έπρεπε πρώτα να τα εντοπίσουν καλά, να τα « κλείσουν » και μετά να πάνε με σκυλιά και με παγάνα, φωνές και χουγιατά να τα προγγίξουν στα καρτέρια. Καρτέρια θανάσιμα πολύ καλά επιλεγμένα όπως ο Κίσσαρας και η Κρανιά, ανταγωνίζονταν ποιος ο αξιότερος να πάει εκεί. Ακόμα και μικρά παιδιά παίρνανε στην παγάνα. Είχαν και αυτά το τυχερό τους λέγανε. Όταν ήταν καλό το «κλείσιμο» , ούτε σκυλί δεν χρειαζόταν. Αν είχαν επιτυχία το σκυνήγι η χαρά ήταν μεγάλη.
Το μοίρασμα με κλήρο για όλους, μερίδα στο σκυλί, μερίδα σε αυτόν που το έκλεισε , γιατί κόπιασε ώρες να σιγουρευτεί το κλείσιμο, μερίδα και στο γομάρι αν χρειαζόταν μεταφορά με ζώο. Ενώ γινόταν η ετοιμασία για το μοίρασμα η κουρασμένη παρέα πανευτυχής μέσα στο καφενείο τρώγανε και πίνανε « ρεφενέ », κερνούσανε όποιον λάχαινε, μικρό πανηγυράκι θαρρείς. Αλλά συχνά υπήρχαν αποτυχίες και ακολουθούσε « στρατοδικείο » . Ποιος έριξε , γιατί αστόχησε, ή γιατί δεν έριξε, μήπως τον κατάλαβαν; Τα γουρούνια είναι ταχύτατα και πανέξυπνα. Έπρεπε να πηγαίνουν αθόρυβα στα καρτέρια οι κυνηγοί, ούτε κίνηση ούτε κουβέντα εκεί, τσιγάρο αυστηρά απαγορευμένο, και πολύ ψυχραιμία στο τουφέκισμα. Κάποτε περνούσαν κάτι κάπροι, σαν καλύβες, θεριά ολόκληρα με την τρίχα μια πιθαμή ορθή στην πλάτη και τα σουβλερά δόντια να ασπρίζουν στη φοβερή κεφάλα τους , μη βρεθεί κανένα μπροστά σου και αν είναι μάλιστα είναι τραυματισμένο τέλειωσες!!! Πανικός , τρομάρα μεγάλη πιάνει τότε τους δειλούς και άπειρους , ρίχνουν καμιά μπαταριά στο σκαπέτημα και « ίσια που του κόβουν την ουρά » , φράση κοροϊδευτική , δηλωτική της αποτυχίας . Τα γουρουνόσκυλα πόσες φορές δεν τα ξεσκίζουν τα γουρούνια με τα δόντια τους και μάλιστα κάποτε θανάσιμα. Αυτά βλέπουν οι λιγόψυχοι και τρέμουν και καμιά φορά και τα μπίμια ( μικρά γουρουνάκια ) θεριά τους φαντάζουν. Μπορεί να περιμένεις ώρες στο ανήλιαγο, υγρό και παγερό καρτέρι και αυτό να περάσει μια στιγμή σαν άνεμος , πριν το πάρεις χαμπάρι, είναι και ισκιωμένα τα γουρούνια λέγανε οι παλιοί!!! Αυτή η έλλειψη ψυχραιμίας σε συνδυασμό με λάθος κινήσεις οδηγεί κάθε χρόνο σε τραυματισμούς μεταξύ των κυνηγών, ακόμα και θανάσιμους. Πράγμα που συνέβη και στο χωριό μας στις αρχές του περασμένου αιώνα. Ο Γιάννη – Παππάς τουφέκισε τον Νικόλα – Τάτση περνώντας τον για αγριογούρουνο, το τραύμα ήταν τόσο σοβαρό που τελικά πέθανε ο Νικόλας όντας αρραβωνιασμένος με την κουνιάδα του Γιάννη. Όμως μίλησε και είπε ότι αυτοτραυματίστηκε με το όπλο του, για να γλιτώσει ο Γιάννης που είχε και οικογένεια. Ο Γιάννη – Παππάς με τον χαμό του παρά λίγο μπατζανάκη του μαράζωσε, σύντομα αρρώστησε και πάει και αυτός. Ήταν η γιορτή των Φώτων και από τότε το κρατάγανε οι παλιοί , δεν πηγαίνανε για κυνήγι αυτή τη μέρα.
Αλλά πέρα απ’ αυτό υπάρχουν και ευτράπελα πολλά , ιστορίες ακόμα και για γέλια, όπως τότε που γύρισε η ομάδα των κυνηγών μετά από παταγώδη αποτυχία και ένα σωρό γκρίνια και βρήκαν τις γυναίκες στο χωριό να λιανίζουν ένα γουρούνι!!!. Έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Τι είχε συμβεί; Ένα καπρί κυνηγημένο από το βουνό , ίσως και τραυματισμένο, μπήκε μες στο χωριό τρομοκρατημένο. Κοπάνησε μες τις αυλές. Χού , χού, η μια γυναίκα χού η άλλη το οδηγήσαν προς το Μέγα – Λάκκο όπου γκρεμοτσακίστηκε και έμεινε στον τόπο. Μαζευτήκαν μετά το βγάλαν στο Μεσοχώρι το μοίρασαν και έκαναν τους άνδρες « μεγαλοκυνηγούς » ρεζίλι.
Επιτυχημένη κυνηγετική εξόρμηση ,παλιοί και νιότεροι κυνηγοί αντάμα, 1978.
Άπειρες οι γουρουνο-ιστορίες είτε για επιτυχίες ή για αποτυχίες, που συνήθως είναι πιο πολλές. « Του κυνηγού και του ψαρά το πιάτο, δέκα φορές είναι αδειανό και μια φορά γεμάτο » , λέει η παροιμία και ο παππούς μου όταν μου ’δωσε το κυνηγετικό του όπλο, μου είπε το παρόμοιο « πάρτο αλλά να ξέρεις , όσος είναι ο ίσκιος του , τόση είναι και η προκοπή του ». Πράγματι αν δει κανείς το κυνήγι κερδοσκοπικά , συμφεροντολογικά μόνο, είναι χαμένος απ’ αρχής. Προσφέρει όμως στιγμές ικανοποίησης αρκετές, γιατί ο κυνηγός έχοντας ως στόχο το θήραμα οδηγείται στο περπάτημα και στην άσκηση, σε πανέμορφες βουνοκορφές, λοφάκια και δάση, μονοπάτια , φαράγγια και λακκώματα, ρέματα και ποτάμια. Κοπιάζει και ιδρώνει , ολομερίς αναζητά αβάρετος το στόχο, σαν τον Οδυσσέα στο δρόμο για την Ιθάκη, και αυτή η ελπίδα της αναζήτησης είναι που αναζωογονεί και εμψυχώνει.
Πολύ συναρπαστικό είναι το κυνήγι της φάσας στο Κουρί. Είναι ένας τόπος δυσπρόσιτος , με ποικιλία δενδρων, πηγή που τρέχει όλο το χρόνο, κάτω χαμηλά ρέμα και ποτάμι, χαράδρες και κορφές για παρατήρηση, μονοπάτια διασταυρούμενα , κοιτάει προς το βορρά και είναι δροσερό έως και παγωμένο κάποτε, φασότοπος εξαιρετικός. Όμως θέλει πόδι και αντοχή στο περπάτημα και στο κρύο. Θέλει νιάτα και όρεξη ανεξάντλητη. Αν οι αριάδες έχουν βελάνι ή οι ζηλενιές καρπό, δεν λείπουν οι φάσες. Και ο καλός ο κυνηγός σπάνια γυρνάει άδειος.
Επίσης το ομαδικό κυνήγι προσφέρει κοινωνικότητα, αναπτύσσει την αλληλοβοήθεια, δημιουργεί φιλίες που αντέχουν στο χρόνο και συν τοις άλλοις δίνει και λίγο ζωντάνια στην εγκαταλελειμμένη ύπαιθρο, έρχονται επισκέπτες στα χωριά που ερημώνουν τα Σαββατοκύριακα και όχι μόνο.
Έχει όμως και τα στραβά του. Αυτά που δίνουν λαβή στους οικολόγους και άλλους φυσιολάτρες να διαμαρτύρονται. Πρώτα – πρώτα είναι το λαθροκυνήγι και μετά η απληστία ορισμένων κυνηγών που έφερε κάποια θηράματα στα όρια της εξαφάνισης. Όταν κάποια είδη είναι λιγοστά και τα κυνηγούν με υπεραυτόματα όπλα, με σκυλιά που δεν τους ξεφεύγει τίποτα , με ασύρματους και GPS, τζιπ που πάνε παντού ακόμα και με βάρκες, φυσίγγια και τουφεκίσματα πληθώρα , τότε το κυνήγι μάλλον ξεφεύγει από τα όρια του αθλήματος. Το θήραμα τη μόνη προστασία που έχει είναι η πονηριά , τα πόδια του ή οι φτερούγες . Τι να σου κάνουν με αντίπαλο τόσο σύγχρονο εξοπλισμό; Γι αυτό εγώ προτιμώ κυνήγι που απαιτεί από τον κυνηγό κόπο ή πονηριά, όπλα όσο το δυνατόν πιο απλά γιατί όχι μονόκαννα ή ακόμα και τόξα. Γιατί μια επιτυχία που έρχεται μετά από ιδιαίτερη προσπάθεια φέρνει πιο μεγάλη ικανοποίηση.
Τα τελευταία χρόνια εν τούτοις αυξήθηκαν πολύ τα αγριογούρουνα όχι μόνο στον τόπο μας , αλλά και στην ευρύτερη περιοχή. Αν και υφίστανται εξαντλητικό κυνήγι . Σε αυτό συνέβαλαν τα καταφύγια θηραμάτων , αν και παραβιάζονται καμιά φορά και η δραματική μείωση των νομάδων κτηνοτρόφων που απ’ τη μια αφήνει τα άγρια ζώα ανενόχλητα, απ’ την άλλη το δάσος πυκνώνει και δίνει τόπο να κρύβονται . Όπου να πας προς τα παλιά χωράφια του χωριού όλο σκαψίματα γουρουνιών βλέπεις . Ακούς τις γουρουνοπαρέες να λένε πως χτυπήσανε 40 και 50 και ακόμα παραπάνω. Μόνο η παρέα του χωριού μας φέτος δεν τα πήγε καλά. Χτυπήσανε μόνο δύο . Είχανε όμως μεγάλες αποτυχίες Τουφεκίσανε άλλες 15 φορές χωρίς αποτέλεσμα . Και ακόμα άλλες τόσες τα γουρούνια ξεφεύγανε από « άπιαστα » καρτέρια. Τρεις φορές αστόχησε ο Λάζαρος που κάποτε ήταν το φόβητρο των γουρουνιών!!! Θα πει κανείς τα χρόνια φταίνε . -Όχι κύριε ήταν πέρα για πέρα άτυχος. Αφού έριξε σε γουρούνι εν στάσει, δεν το πήρε η πρώτη τουφεκιά, πάει να ρίξει δεύτερη, έπαθε εμπλοκή η καραμπίνα!!! Το εξακρίβωσε και ο Λέντζης. ( Νο 1 οπλουργός στα Γιάννενα ) και εκτός αυτού το όπλο ήταν συναρμολογημένο για αριστερόχειρες. Έτσι δικαιολογείται γιατί την πρώτη φορά έριξε σε ένα κοπάδι, 12 γουρούνια, τίποτα. Την άλλη σε ένα θερίο με το δόντι μια σπιθαμή, μπάμ! αυτός κωλοτούμπα στο λάκκο ο γούρ’ναρος , σηκώθηκε αφρίζοντας και φυσώντας, μπάμ! ξανά ο Λάζαρος άφαντο το λυκοπελεκημένο!!!
Είπαν κάνα δυο δειλά – δειλά , - μωρέ τι οργή είναι τούτη; Δεν κάνουμε έναν αγιασμό, να πούμε του παππά για καμιά ευχή, πάλι δεν το αποφάσισαν . Ένας ξένος όμως διστακτικά ζήτησε μια ευχή για το «μάτι», γιατί είχε βαρέσει κάτι πουλιά και τόμαθε όλη η Γουμενίτσα. Αμ γουρούνι δε γεύτηκε όλη τι χρονιά, «μάτι» δεν είναι αυτό; Ο Μεγάλος Κυνηγός ( δεν λέω όνομα , ΕΝΑΣ είναι κι όποιος δεν τον ξέρει κακό του κεφαλιού του ) λέει πως το κυνήγι το « πιάνει πολύ το μάτι » , ειδικά αν τις επιτυχίες σου τις δουν ή τις κουβεντιάσουν στο μαγαζί. Έτσι λοιπόν και με τον εν λόγω Γουμενιτσιώτη του διάβασε ο παππάς την ευχή της βασκανίας . Τι να του πεί όμως ; Αύριο τόχεις σίγουρο το γουρούνι. Μπα! Τόκαμε σαν τον καλόγερο, που είπε καλός ο αγιασμός αλλά πάρτε και ένα γάτο, του λέει « αντε στην ευχή τέκνο μου αλλά να ξέρεις οι παλιοί λέγανε πως είναι ισκιωμένα αυτά τα παλιογούρουνα » !!!