ΟΙ ΠΛΑΚΕΣ
Το κυνήγι με τα όπλα ήταν πάντοτε προνόμιο των μεγάλων , άλλωστε και σήμερα δικαίωμα οπλοχρησίας και κυνηγιού έχουν μόνο οι άνω των 18 ετών. Τι γινόταν όμως με τους μικρότερους, από πιτσιρικάδες εφτάχρονους έως και τους 15/χρονους έφηβους; Ένα άλλο είδος κυνηγιού ήταν σε γενική εφαρμογή , ή άσκηση του κυνηγιού με παγίδες , που στο χωριό τις λέγαμε πλάκες . Ως την δεκαετία του 1970 οι περισσότεροι νέοι στα χωριά «στήνανε πλάκες». Ιδίως τα σχολιαρόπαιδα, μετά μανίας. Πρωί – πρωί, πριν ακόμα κινήσουν για το σχολειό, το μυαλό τους καθόλου δεν ήταν στα μαθήματα , αλλά με το τρώγανε βιαστικά τον καυτό τραχανά, βολίδα τρέχανε να στήσουν τις πλάκες. Τι ήταν όμως οι πλάκες; Ιδού:
Από υλικά, απλούστατη αλλά πολύ αποτελεσματική κατασκευή. Τι χρειαζόμασταν; Μια πλάκα , όχι πολύ μεγάλη , διαστάσεις το πολύ 30 Χ 30 εκατοστά , όχι πολύ χοντρή για να μη διαλύονται τα πουλιά που ήταν μικρόσωμα κυρίως. Άλλη μια πέτρα για στήριγμα και μερικά ξυλάκια για την παγίδευση. Το πάνω ξύλο που κρατάει την πλάκα όρθια το λέγαμε «καβαλάρη», ήταν λίγο χοντρούτσικο. Ο καβαλάρης ακουμπούσε σε ένα ξύλο μικρότερο ,την « παγίδα» το ίδιο χοντρούτσικο και αυτό, ακουμπούσε στην κορφή της και η «παγίδα» τραμπαλίζονταν στο «στήριγμα» από το βάρος της πλάκας , την ισορροπία την πετύχαιναν τα «κοτσάκια» σε σχήμα Λ , από την «παγίδα» προς την πλάκα σε απόσταση 4-5 εκατοστά από το έδαφος. Στο έδαφος ανάμεσα στα «κοτσάκια» έμπαινε το δόλωμα , λίγα ψίχουλα ψωμιού ή και κάνα σπυρί καλαμπόκι καμιά φορά για να τραβήξουν κανέναν κότσυφα. Δυο μικρά ξυλάκια έμπαιναν πάνω από το δόλωμα είτε από το έδαφος προς καθένα «κοτσάκι» ή πάνω σ’ αυτά. Έτσι μόλις σφίγγανε τα κρύα και δυσκολευόντουσαν τα πουλιά να βρούνε τροφή , Δεκέμβρη –Γενάρη – Φλεβάρη , πολλά από αυτά έβλεπαν το δόλωμα , αλλά την πλάκα δεν την καταλάβαιναν. Την πλησίαζαν , γυρόφερναν λίγο, μπορεί να ακουμπούσαν στο στήριγμα, στην ίδια την πλάκα, ακόμα και στον καβαλάρη που φυσικά δεν έπεφτε. Αργά ή γρήγορα θα κάνανε και το επίμαχο πηδηματάκι για να τσιμπήσουν τα ψίχουλα, φρούπ στο ένα από τα «κοτσάκια» και…….πτοοοόπ! η πλάκα έπεφτε , από κάτω το πουλάκι. Έτσι το μεσημέρι ή το απογεματάκι που θα περνούσαμε για έλεγχο το βρίσκαμε συνήθως σκοτωμένο. Καμιά φορά κάναμε λίγο γούρνα και παγιδεύονταν ζωντανά. Με μεγάλη αγωνία τριγυρνάγαμε όλες τις πλάκες για να δούμε τι πιάσαμε. Τι πουλιά πιάναμε ; Κυρίως κοκκινολαίμηδες, τσιονίδια, στεφανάκια, σταρίδες , σουσουράδες σπάνια , που και που κανέναν τρυποφράχτη και όταν πιάναμε κότσυφα ήταν η μεγάλη μας χαρά! Βέβαια αν ακούσουν τα σημερινά παιδιά ότι πιάναμε και τρώγαμε αυτά τα μικρά πανέμορφα πουλιά της φύσης και μάλιστα με τέτοιον τρόπο , θα μας περάσουν για πολύ πρωτόγονους και αγροίκους, όμως ήταν μια πραγματικότητα αιώνων , που έσβησε πλέον , μαζί με την αφθονία των αγαθών που έφερε ο καταναλωτισμός. Τότε στα χωριά δεν υπήρχαν τα πατατάκια και τα κρουασάν, σοκολάτες και τα αναψυκτικά, ή παγωτά και οι άλλες λιχουδιές που μάλλον ζημιά κάνουν και καθόλου δεν τα στερούνται τα σημερινά παιδιά, σπάνιες ήσαν και οι καραμέλες ακόμα , που και που κανένα ξερολούκουμο βρίσκαμε . Πιάναμε εκείνα τα πουλάκια , μούτεμα , στο μασιά και στα κάρβουνα κατ’ ευθείαν, μας φαίνονταν πεντανόστιμα και χορταστικά! Μα δεν είμασταν μόνο εμείς τα παιδιά , ακόμα και οι πιο μεγάλοι στήνανε πλάκες. Δεν ξεχνάω τη συγχωρεμένη από το 1982 τη γιαγιά μου , εκεί στα μαντριά που πήγαινε στα ζώα , πάντα έστηνε και κάνα -δυο πλάκες!
Οι κοκκινολαίμηδες είχαν τα περισσότερα θύματα. Οι καϋμένοι δεν πονηρεύονταν καθόλου, ιδιαίτερα με τον χιονιά , κατ’ ευθείαν στην πλάκα πήγαιναν. Ήταν το κρέας τους πανθομολογουμένως το πιο νόστιμο.
Τα τσιονίδια ήταν σχεδόν διπλά από τον κοκκινολαίμη , τα είχαμε για επιτυχία, άμα ήταν και λίγο ξυγγάτα , μα τη χαρά μας , «έπεκα τσιόνο» αναφωνούσαμε χοροπηδώντας!
Το ίδια και με τα σπουργίτια , μόνο που δεν πιάνονταν εύκολα. Τα αρσενικά τα λέγαμε σταρίδες , τα θηλυκά τσιάμπες.
Πιο μικρά τα στεφανάκια και μάλλον άπαχα. Αν τύχαινε κανένα ζωντανό μας πελέκαγε στις τσίμπες!
Σπάνιες και οι σουσουράδες , μικρούλες και αυτές αν και η ουρά τους ήταν πιο μεγάλη από το σώμα τους. Ηταν οι κίτρινες και οι μπλέ.
Νεύρα πολλά άμα πήγαινε κανένας τρυποφράκτης . Δεν τον θέλαμε για τι ήταν πολύ μικρός, μας χάλαγε την πλάκα. Ήταν μάλιστα το πρώτο πουλί που έπιασα στην πλάκα , στην πρώτη Δημοτικού, μόλις που πρωτόμαθα το στήσιμο. Ζήλευα πολύ τους μεγάλους, ώσπου τα κατάφερα μόνος μου και φυσικά δεν ξεχνάω ποτέ τον ….δάσκαλο που μούμαθε τις πλάκες , τον Αηδόνη Κ. Μαρτίνη, έξι χρόνια μεγαλύτερό μου.
Μεγάλο πανηγύρι όμως όταν πιάναμε κότσυφα, όλη η οικογένεια χαίρονταν. Θα τρώγανε όλοι από λίγο , ο ένας έτρωγε το μπούτι ,
άλλος μισό στηθάμι, ……το κεφάλι πάντα ο κυνηγός και μας φαίνονταν πως χορταίναμε! Όμως δύσκολα πιάνονταν οι πονηροί οι κότσυφες.
Είχαν όμως οι πλάκες και τα απρόοπτά τους. Αν έμεναν όλη τη νύχτα στημένες μπορεί να πιάνανε και κανέναν ποντικό, και τότε μαγαρίζονταν και αχρηστεύονταν για εκείνη την χρονιά και η πλάκα και το σημείο της. Δεν ήταν λίγες οι φορές που και οι γάτες μας αρπάζανε τα πουλιά , αλλά και πολλές φορές αν οι πλάκες ήταν λίγο αργοκίνητες προλάβαιναν και φεύγανε τα πουλιά πριν τα πιάσει η πλάκα . Βεβαίως συχνά αφήνανε και την ουρά τους πιασμένη . Για να είναι γρήγορη στο πέσιμο η πλάκα πρέπει να έχει τη σωστή κλίση , όσο πιο όρθια , τόσο πιο αργή ήταν. Επίσης αν οι αποστάσεις που χώριζαν στα δύο την «παγίδα» στο σημείο που ακουμπούσε το στήριγμα παίζανε μεγάλο ρόλο στο εύκολο πέσιμο, το ίδιο και η φύση του ξύλου της παγίδας , αν ήταν στρόγγυλο, έπεφτε πιο εύκολα, άσε που μιας έπιανε καμιά φορά και εμάς των ίδιων τα παγωμένα χέρια ! Τότε καταλαβαίναμε τον πόνο που προκαλούσε στα ίδια τα θύματά μας , τα καημένα τα πουλάκια, που έτσι παίρνανε κατά κάποιον τρόπο την εκδίκησή τους.
Συχνά μας τις χαλάγανε και οι κότες , εκτός αν βρίσκονταν καμιά μικρόσωμη κότα σε πολύ μεγάλη πλάκα και την καπάκωνε. Δεν ήταν να το μάθει κανείς , ιδίως αν η κότα ήταν ξένη , καήκαμε!
Βεβαίως κάναμε και συνεταιρισμό στις πλάκες, συχνά τις είχαμε δυο παιδιά μαζί και έτσι συνεργαζόμασταν , στις περιοχές που είχε ο καθένας και στο μοίρασμα των πουλιών που πιάναμε. Έτσι και εγώ μια φορά συνεταιρίστηκα με έναν φίλο μου , αλλά αυτός τις μαρτύρησε τις πλάκες μας στον αδερφό του και τους τσάκωσα να τις ψάχνουνε μαζί. Ο αθεόφοβος δεν δίστασα να του ρίξω μια πέτρα για φοβέρα, αλλά αυτή τον πέτυχε στο …κουκέφαλο και να το αίμα , τζουρνάρα. Το θυμάμαι και ανατριχιάζω , μετάνοιωσα βέβαια , κόντεψα να τον σκοτώσω , τι είμασταν 8-9 χρονών το πολύ. Ακόμα πρέπει νάχει το σημάδι στη μπάλα , ψηλά ( μέτωπο). Λένε κάποιοι πως είχαν πιαστεί και μπεκάτσες στην πλάκα , απίστευτο μου φαίνεται, αλλά κίσσα είχα δει που έπιασε ο Βαγγέλη –Μήτσης , στο χειμάδι του στου Κρεμμύδα . έστηνε πολλές πλάκες εκεί, άσε που ήταν άσσος και στο κυνήγι με τα λάστιχα ( σφεντόνα).
Καμιά φορά τα μαζεύαμε τα πουλιά , να γίνουν κάμποσα , παστωμένα με αλάτι όσο δεν υπήρχε ηλεκτρικό και ψυγεία, μετά τα μαγείρευε η μάνα στη γάστρα με ρύζι , πουλόπιτα τη λέγαμε , πεντανόστιμη ήταν και έτρωγε όλη η οικογένεια. Οι μεγάλοι μασουλάγανε και τα κοκαλάκια, « μωρέ τι νόστιμα είναι το βιό του διάολου » έλεγαν και αγάλιαζαν ρουφώντας το γλυκόξυνο κρασί τους!
Βέβαια μη μας έπαιρνε χαμπάρι ο δάσκαλος, καήκαμε! Θα έπεφτε παπα-Λάμπραινα και στρίψιμο των αυτιών πολύ! Παρ’ όλο το φόβο δεν κρατιόμασταν να μη « παρανομήσουμε». Και μη νομίσει κανείς ότι λιγόστευαν τα πουλιά. Καθόλου . Άφθονα υπήρχαν από όλα τα είδη. Ιδίως κοτσύφια , το Γενάρη με τις παγωνιές μαύριζαν οι χωραφιές παντού , ακόμα και μέσα στο χωριό. Τα σπουργίτια σύννεφο, τριγύρω από τα κοτέτσια , κοπαδάκια σωστά. Κοκκινολαίμηδες γεμάτο , άμα χιόνιζε έρχονταν στα παραθύρια των σπιτιών. Τότε με το χιόνι , καμιά φορά στήναμε και το «ντριμώνι» καμιά φορά σε ξήχιονο μέρος, με ένα ξύλο μόνο και ένα σκοινί και παρακολουθούσαμε κρυμμένοι. Άμα πήγαιναν τρία τέσσερα πουλιά μαζί, τραβούσαμε το σκοινί και πλούπ το ντριμώνι , από κάτω τα πουλιά ζωντανά. Δεν ήταν και τόσο αποτελεσματικό, πιο πολύ μάλλον ξυλιάζαμε από το κρύο.
Ήταν και κάποιοι μερακλήδες στήνανε ακόμα και σε …. δέντρο πάνω πλάκα! Βρίσκανε κατάλληλο σημείο σε έναν κίσσαρα όπου πηγαίνανε τα κοτσύφια με τις παγωνιές για τα αγαπημένα τους κισσαρόκοκκα, βάζανε καλαμπόκι αντί για ψωμί , αλλά δύσκολα πιάνονταν , καμιά φορά τις βρίσκανε πεσμένες και άδειες, «τις ρίχνουν τα κουνάβια» , υποστήριζαν.
Τέτοια και άλλα τεχνάσματα πολλά σοφίζονταν ο άνθρωπος της φύσης τότε για να βάλει μια μπουκιά στόμα και εγώ τι θέλω και τα αναπολώ τώρα αυτά; Αναλογίζομαι μονάχος μου , τούτα τα πράματα άμα τα ακούσουν οι σύγχρονοι μα πάρα πολύ σύγχρονοι και προοδευτικοί άνθρωποι βάρβαρους θα μας ανεβάσουν , άξεστους και αναχρονιστικούς θα μας κατεβάσουν, με τίποτα δεν θα μας ανεχθούν στην σημερινή κοινωνία , παρά μόνο θαρρώ αν δηλώσουμε αποδοχή των σύγχρονων ευρωπαϊκών αντιλήψεων όπως λόγου χάρη το Σύμφωνο Συμβίωσης των Ομόφυλων ζευγαριών και άλλα παρόμοια. Τι να κάνουμε η Ανθρωπότης προοδεύει και γω μιλώ για πλάκες και κοκκινολαίμηδες , χαμένο που το ’χω ο μαύρος!!!